ΜΙΣΗΣΕ ΜΑΣ

6.4K 603 31
                                    

Το πρόσωπο ανέκφραστο και η πλάτη ακόμα γυρισμένη.Πήρα σταθερές ανάσες,μικρές αλλά σταθερές.Αυτό που ζούσα ήταν ξένο,καινούριο,δύσκολο.Και η μοίρα μόλις μου έδειξε το δρόμο,τα πόδια κουνήθηκαν και με πήγαν μόνα τους στο άγνωστο.Εκεί όλα εγίναν έντονα,δυνατά.Η αγάπη,ο πόθος,ο έρωτας, πονούσα γι αυτά και έτσι ο πόνος διπλασίαζε το συναίσθημα για να με λυγίσει,να με αποτελειώσει.Κοιτούσα μπροστά το τίποτα και αρνιόμουν να πέσω.Δεν ένιωθα παρά μόνο τη καρδιά.Την είδα στο μυαλό μου να χτυπάει αργά παλεύοντας να μη πεθάνει.Είδα το αίμα στις φλέβες να αρνείται να φτάσει ως εκεί.Της μίλησα,τη παρακάλεσα να μείνει μαζί μου.

Το νερό έβρεχε τα πόδια μου και καταλάβαινα κάθε του σταγόνα που με άγγιζε.Και τότε τα λόγια του σα χαλασμένος δίσκος ήχησαν στα αφτιά μου.<Σε λίγο όλα θα τελειώσουν> μα είχε και συνέχεια, είπα μέσα μου.Γιατί δεν ακούω τη συνέχεια?Γιατί?Φαντάστηκα τους θεούς να γελάνε μαζί μου και γέλασα και εγώ.Τα πόδια μου με οδήγησαν στη θάλασσα.Περπάτησα μέσα της και δε σταμάταγα.Όσο πιο βαθυά τόσο καλύτερα, μέχρι να μπω ολόκληρη.Να ξεπλυθώ απο τη θλίψη που υπήρχε πάνω μου,να βγω και να συστήσω τον εαυτό μου απ'την αρχή.Να βγω και ο χρόνος να ξεκινήσει πάλι.Αυτό παρακάλαγα,ήξερα τι να κάνω,ήξερα τι να μη κάνω,ήξερα.Και έτσι βυθίστηκα.Άνοιξα τα μάτια στο νερό και χαμογέλασα,εκεί ήταν η θέση μου.Στο μπλε της,στη σιωπή της.

Ένα χέρι με τράβηξε απότομα.Σκούπησε το πρόσωπό μου,έριξε τα μαλλιά μου πίσω και με κοίταξε.Όχι αυτός που περίμενα,όχι αυτός.Ο Μάρκους με κρατούσε και το πρόσωπό του είχε τη θλίψη που υπήρχε μέσα μου.Ακριβώςτην ίδια, την έβλεπα.Και ενώ εγώ την έθαβα εκείνος την έβγαζε.Έβαλε το χέρι μου στη καρδιά του ''θα στην έδινα για να μη πονάς αλλά αυτή πονάει πιο πολύ'' δε σταματάγαμε να κοιταζόμαστε και τα μάτια του έγιναν κόκκινα ''ξέσπασε,σε παρακαλώ.Εδώ είμαι,χτύπα με.ΜΙΣΗΣΕ ΕΜΕΝΑ,ΜΙΣΗΣΕ ΕΚΕΙΝΟΝ!'' φώναξε και εγώ παρέμενα σιωπηλή,ο μεγάλος πόνος δεν έχει φωνή ''αλλά συνέχισε.Αν ξέρω οτι υπάρχεις μόνο τότε θα μπορώ να υπάρχω και εγώ.''χάιδεψα το πρόσωπό του και χαμογέλασα,το πρόσωπό του ζάρωσε.Με διάβαζε,με κατάλαβε.''ζήτα μου οτι θες, ακόμα και τη ζωή μου θα τη δώσω,μόνο μίλα μη χάνεσαι.'' δεν είχα τίποτα πια να πω.Ο Τομ παντρέυτηκε τη Τίνα χωρίς να ξέρει αν η Έμμα ήταν δικιά του και τώρα άλλο ένα παιδί ήρθε,αυτή τη φορά σίγουρα δικό του.Δε θα την άφηνε,δε θα τη χώριζε και γι αυτό τον σεβόμουν,γι αυτό τον αγαπούσα ακόμα πιο πολύ.

Εκεί μέσα στην αγκαλιά του Μάρκους άρχισα να πετάω τα ρούχα μου και με κοίταζε σαστισμένος.Πλησίασα τα χείλη του και τα φίλησα απαλά,τα δάγκωσα.''Κάντο και μη σταματήσεις''είπα και ένιωσα τη καρδιά του να χτυπάει σα τρελή ''Κάντο σιγά σιγά.Θέλω να είναι αυτό το τελευταίο που θα θυμάμαι απο εσένα.'' και μπήκε μέσα μου ακριβώς όπως ζήτησα, κλείσαμε και οι δυο τα μάτια.Τον ένιωσα σε όλο μου το είναι και εκεί θα τον κρατούσα.Το κορμί μου λύγισε προς τα πίσω και το κεφάλι έπεσε.Το χέρι του ξεκίνησε απο το λαιμό μέχρι το στήθος μου και αφέθηκα.Δε θα ξέχναγα τίποτα.Θα θυμόμουν τα φιλιά του,το άγγιγμά του.Έβαλα το ένα χέρι στο λαιμό του και τον κοίταξα ξανά.Δάκρυσα καθώς συνέχιζε και συνέχιζε.Το στόμα του ζεστό και η γλώσσα του ταξίδευε φτάνοντας μέχρι το λαιμό μου.Η φωνή μου του έδειχνε πως όλα τα έκανα δικά μου.Έτσι προχώρησε μέχρι έξω και με ξάπλωσε στην άμμο.Κράτησε τα μαλλιά μου με το ένα χέρι και με το άλλο εξερευνούσε το σώμα μου.Έτρεμα και εκείνος δεν άντεχε με αυτή την εικόνα και έγινε δυνατός.Με παρατηρούσε,ήθελε να είναι σίγουρος πως οτι ένιωθα ήταν μόνο ηδονή,μόνο ευχαρίστηση,πόθος,έρωτας.''Αν μπορούσα θα σταμάταγα το χρόνο τώρα'' μου ψιθύρησε και έχωσα τα νύχια μου στη πλάτη του.Το κορμί μου ασυγκράτητο παρακάλαγε να μη τελειώσει αυτή η ένωση ποτέ.Η ανάσα μου αυξήθηκε και τον τράβηξα πάνω μου.Με κοίταξε στα μάτια,ήταν και εκείνος έτοιμος.Τον φίλησα και εκεί στα χείλη του επάνω,είπα ''μη σταματήσεις,μην απομακρυνθείς''με πίεσε στο σώμα του δυνατά και μαζί ξεσπάσαμε όλα τα συναισθήματα που μας πλυμμηριζα.

Κάθησε και με έβαλε μέσα στα πόδια του.Τα χέρια του με τύλιξαν.''Να είσαι ευτυχισμένος και να την αγαπάς'' το εννοούσα μέσα απο τα βάθυ της καρδιάς μου, αυτό επιθυμούσα ''Δε χωράνε δυο σε μια καρδιά.Αυτή η θέση είναι δικιά σου,μόνο δικιά σου.'' είπε και έσκυψα το κεφάλι αναστενάζοντας.Κάτσαμε εκεί αγκαλιά μέχρι να μας καλύψει το σκοτάδι.Δε μιλούσαμε,δεν ήταν απαραίτητο,αρκεί που με είχε αγκαλιά.''Είναι ώρα να φύγεις'' του είπα και γύρισα να τον δω,τα δάκρυά του με έκαναν να τον αγκαλιάσω σφιχτά.Και απότομα σηκώθηκα τρέχοντας στο σπίτι.

Πέρασα αρκετή ώρα χωρίς να κάνω τίποτα πίσω απο τη κλειστή πόρτα, ώσπου σηκώθηκα και μπήκα για ένα μπάνιο.Λες και ακολουθούσα το ίδιο πρόγραμμα όπως πάντα, έτσι ντύθηκα και βγήκα.Πήγα σπίτι τους και χωρίς δισταγμό χτύπησα το κουδούνι.Ο Τομ μου άνοιξε και έμεινε παγωμένος ''έξω θα με αφήσεις?'' ρωτησα και τον είδα να απομακρύνεται για να περάσω.Ήταν όλοι εκεί.Δε με περίμεναν και η έκπληξη στα μάτια τους σχεδόν με διασκέδασε.Πήγα στην Τίνα και δίνοντας το χέρι μου της ευχήθηκα.Το χαμογελό της νόμιζε πως θα με σκοτώσει αλλά έκανε λάθος.Δε σκοτώνεις πεθαμένο.

Ζήτησα απο το πατέρα τους να μιλήσουμε και αφού με αγκάλιασε κλειστήκαμε στο δωμάτιο του.''Δε θα σε ξαναδω έτσι δεν είναι Άντα?Να με χαιρετήσεις δεν ήρθες?'' είχε γυρισμένη τη πλάτη του και πήγα πίσω του βάζοντας τα χέρια στους ώμους του ''Ήρθε η ώρα.'' απάντησα και απότομα γύρισε να με αγκαλιάσει ''συγνώμη κόρη μου,συγνώμη για λογαριασμό όλων'' τον κοίταξα κουνόντας το κεφάλι μου ''όχι,μη το κάνετε αυτό.Δε φεύγω γι αυτό,δε φεύγω εξαιτίας κανενός.Φεύγω για μένα.''του χαμογέλασα καθησυχαστηκά και με φίλησε.Δεν είπα τίποτε άλλο σε κανέναν,δε χρειαζόταν.Απο λόγια είχαμε όλοι χορτάσει και δεν είχα άλλα για να πω!

''Να είστε ευτυχισμένοι.Καληνύχτα σας!'' η Άντα βγήκε και η πόρτα έκλεισε.

μη λες ΠΟΤΕTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang