Κεφάλαιο 12o

490 46 3
                                    

-Ελένη-

Κοκκίνισα απο ντροπή, με αυτό που είπε ο Σταύρος.
Κοίταξα τον Γιάννη και τον είδα να χαμογελάει στραβά και μείναμε έτσι για λίγο ακόμα.

Γύρισα και ακούμπησα τα χέρια μου στα κάγκελα του μπαλκονιού. Κοίταξα κάτω το γρασίδι. Δεν φαινόταν το χρώμα του επειδή ήταν νύχτα. Κοίταξα ψηλά και αντίκρυσα το φεγγάρι. Είχε πανσέληνο και φαινόταν πολύ ωραίο. Ένιωσα δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου. Δεν χρειάστηκε να γυρίσω. Ήξερα ότι ήταν ο Γιάννης. Αυτό το παιδί το ήξερα μόνο για λίγες ώρες αλλά ένιωθα σαν να τον ήξερα χρόνια.

Με γύρισε αργά προς το μέρος του. Είχα πραγματικά τρομοκρατηθεί αλλά δεν το έδειχνα. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Κοιτούσα τα υπέροχα πράσινα μάτια του και χανόμουν μέσα τους. Με ταξίδευαν και με πήγαιναν αλλού. Κοιτούσα μία τα μάτια του και μια τα χείλη του. Όσο πλησιάζαμε περισσότερο ένιωθα και μύριζα την ανάσα του. Η ανάσα του καυτή μου χάϊδευε την μύτη και μύριζε αλκοόλ. Δεν ήξερα. Δεν σκεφτόμουν καθαρά. Με φίλησε. Ξαφνιάστηκα αλλά ανταπέδωσα γρήγορα. Στην αρχή το φιλί μας ήταν απαλό και γλυκό. Ένιωθα τα χείλη του υγρά και γλυκά. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε παθιασμένο. Μου δάγκωσε το κάτω χείλος και άνοιξα το στόμα μου ώστε να έχει πρόσβαση μέσα. Χωρίς να χάσει λεπτό η γλώσσα του προσπαθούσε να πολιορκήσει την δικιά μου. Χόρευαν στους δικούς τους ξέφρενους ρυθμούς. Τα σώματά μας είχαν κολλήσει μεταξύ τους. Το φως του φεγγαριού μας έλουζε με την φωτεινότητά του. Σταματήσαμε για να πάρουμε ανάσες. Ανασαίναμε βαριά και γρήγορα. Κοιταζόμασταν στα μάτια και χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλον.

"Πρέπει να..πρέπει να φύγω Γιάννη." του είπα προσπαθώντας να πάρω ακόμα ανάσα.

Φάνηκε να ξαφνιάστηκε. "Γιατί;" ρώτησε.

"Γιατί θα με ψάχνουν τα κορίτσια." του είπα.

"Ελένη με κοροϊδεύεις;" είπε φανερά εκνευρισμένος και με άφησε. "Ο Σταύρος θα είναι με την Χρυσάνθη τώρα και η Μαρία και ο Κωνσταντίνος είναι άφαντοι!" φώναξε.

Κοιτάξα κάτω. Δεν ήξερα τι να του πω.

"Γιάννη.." είπα.

Με κοίταξε θυμωμένα. "Τι Ελένη;" είπε.

"Απλώς επειδή είσαι μεθυσμένος και είμαι σίγουρη ότι αύριο δεν θα θυμάσαι τίποτα και θα μετανιώσεις και δεν πρόκειται να με θες και δεν μ'αγαπάς και.." είπα αλλά με διέκοψε.

Έβαλε τα χέρια του στα μάγουλά μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω και αυτό έκανα.

"Ελένη..δεν με ενδιαφέρει. Σε θέλω δικιά μου και μόνο και αν τα ξεχάσω αύριο θέλω να μου τα πεις και να μου τα θυμίσεις. Εντάξει;" μου είπε ψιθυριστά.

Του χαμογέλασα και φιληθήκαμε για ακόμα μία φορά. Μετά με αγκάλιασε και με φίλησε στο κεφάλι.

"Πάμε κάτω;" με ρώτησε.

Του έγνεψα καταφατικά και κατεβήκαμε τα σκαλιά μαζί.

-Γιάννης-

Δεν πίστευα ποτέ μου ότι θα ερωτευόμουν μια κοπέλα τόσο πολύ. Την ήθελα δικιά μου και θα την διεκδικούσα. Ξαφνικά νιώθω το χέρι της Ελένης να με τραβάει με το χέρι της το μπράτσο μου.

"Τι στο καλ.." είπα αλλά είδα την κατεύθυνση που μου έδειχνε με το δάχτυλό της.

Εκνευρίστηκα. Έτρεξα καταπάνω στον άγνωστο που πήγε να χτυπήσει τον Σταύρο και του έχωσα μια κλωτσιά στα πλευρά. Έπεσε κάτω και γύρισα και είδα την Χρυσάνθη λιπόθυμη. Έπεσα απάνω στον άγνωστο και του έχωνα απανωτές μπουνιές.

Άκουγα την Ελένη να φωνάζει πανικόβλητη στον Σταύρο να την πάρει από εδώ και αυτό έκανε.

Μόλις τελειώσαμε άρπαξα την Ελένη και βγήκαμε έξω από το σπίτι και ανεβήκαμε στην μηχανή μου.

Άρχισα να τρέχω γρήγορα αλλά τα μάτια μου θόλωναν από την ζαλάδα και το αλκοόλ. Ξαφνικά μπροστά μου διακρίνω φώτα στο δρόμο.

Το τελευταίο που άκουσα ήταν να φωνάζει η Ελένη αλλά δεν το κατάλαβα.

Μετά σκοτάδι.

Κάτω από το φως του φεγγαριούМесто, где живут истории. Откройте их для себя