Κεφάλαιο 19ο

342 40 2
                                    

-Ελένη-

Ξημέρωσε. Ήταν πλέον ημέρα Πέμπτη και τα μάτια του κλειστά. Έμεινα να τον παρατηρώ. Πόσο όμορφος θα μπορούσε να ήταν ακόμα και σε αυτή την κατάσταση που βρίσκεται. Τον κοίταζα σαν υπνοτισμένη και ήθελα τόσο γαμημένα να ξυπνήσει και να με αντικρύσει δίπλα του με αυτά τα μαύρα μάτια του...

"Ελένη;" μια φωνή με διέκοψε από τις σκέψεις μου.

Κοίταξα προς την πόρτα. "Καλημέρα Κωνσταντίνε, Καλημέρα Σταύρο. Η Νεφέλη;" είπα.

"Την άφησα να κοιμηθεί και είπα σε μια πολύ καλή μας γειτόνισσα να την προσέχει γιατί δεν θέλω να την ξαναφήσω μόνη της πάλι." είπε και το βλέμμα του σκοτείνιασε.

"Εντάξει, καλά έκανες." του είπα και αμέσως μετά μου χαμογέλασε ζεστά.

Άρχισαν να με πλησιάζουν. "Σου πήραμε έναν καφέ, ορίστε." είπε ο Κωνσταντίνος και μου τον έδωσε.

"Σε ευχαριστώ πολύ." είπα και χαμογέλασα αδύναμα.

"Κανά νέο;" ρώτησε ο Σταύρος και κοίταξε τον Γιάννη.

"Όχι δυστυχώς. Αν και σε μια στιγμή ένιωσα το χέρι μου να το σφίγγει αλλά δεν κουνιόταν. Μάλλον έχω και παραισθήσεις τώρα." είπα και γέλασα.

"Κάτι είναι και αυτό." είπε ο Κωνσταντίνος.

"Όντως." απάντησε ο Σταύρος.

Και μείναμε να τον παρατηρούμε και οι 3 με τους καφέδες στα χέρια.

-Χρυσάνθη-

Είχα ξυπνήσει εδώ και ώρα, αν και κοιμήθηκα όσο μπορούσα. Ήταν 10 το πρωί και περίμενα την Μαρία να έρθει από εδώ.

Το κουδούνι που χτύπησε με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά και άνοιξα την πόρτα. Μπήκε μέσα και πήγαμε προς το δωμάτιό μου.

Κάτσαμε και οι 2 στο κρεβάτι. "Λοιπόν, να πάρουμε την Ελένη;" ρώτησε.

"Ναι ναι πάρε." είπα.

Σχημάτισε τον αριθμό της και περίμενε για κάποια λεπτά. "Δεν το σηκώνει." είπε και το έκλεισε. "Να πάρω τον Κωνσταντίνο;" ρώτησε.

"Είχες και το δικό του τηλέφωνο τόσες μέρες και δεν είχες πει τίποτα;" την ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.

"Εεε..το ξέχασα...και αυτό." είπε και χαμήλωσε το κεφάλι.

"Μήπως να ανησυχώ από τώρα;" της είπα ειρωνικά.

Κάτω από το φως του φεγγαριούМесто, где живут истории. Откройте их для себя