Κεφάλαιο 17ο

387 38 2
                                    

-Ελένη-

Το Σάββατο έγινε Δευτέρα και η Δευτέρα έγινε Τετάρτη. Κανένα νέο ακόμα. Κανείς και τίποτα. Ήμουν εγώ, ο Σταύρος με την Νεφέλη και ο Κωνσταντίνος. Η Χρυσάνθη και η Μαρία δεν ήξεραν τίποτα ακόμη και δεν χρειαζόταν άλλωστε. Οι σκέψεις και οι ανησυχίες είχαν κατακλύσει το μυαλό μου και ο Κωνσταντίνος με είχε αγκαλιά και έκλαιγα βουβά, προσπαθούσε να με καθησυχάσει αλλά μάταια. Ο Σταύρος με την Νεφέλη καθόντουσαν δίπλα μας χωρίς να μιλάνε. Κάποιες φορές έφευγαν για να πάνε σπίτι γιατί έπρεπε να φροντίζει και την αδερφή του, μιας και δεν μπορούσε να την αφήσει μετά από αυτό που έγινε με τον πατέρα τους. Τον είχαν διώξει από το σπίτι και είχαν την ησυχία τους τώρα πια.

''Λοιπόν παιδιά, εμείς πρέπει να φύγουμε μας συγχωρείται.'' λέει ο Σταύρος και σηκώνεται.

''Ναι ρε, πήγαινε. Αν έχουμε κάτι νεότερο θα σε ενημερώσουμε.'' λέει ο Κωνσταντίνος και προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά μάταια.

''Ευχαριστούμε.'' είπε και έφυγαν.

''Κωνσταντίνε, να σε ρωτήσω κάτι;'' του λέω.

''Πες μου.'' μου είπε.

''Μήπως θα έπρεπε να ειδοποιήσουμε τους γονείς του;'' του είπα.

Με κοίταξε. ''Ελένη..μεγάλη ιστορία. Κάποια άλλη φορά, γάμα το.'' μου απάντησε.

Συνέχισα να κοιτάω τριγύρω. Όλοι πονούσαν για κάποιον δικό τους άνθρωπο, και ανάμεσά τους και εγώ. Δεν θα το φανταζόμουν ότι θα ήμουν ξανά εδώ. Στην ίδια θέση, στο ίδιο δωμάτιο. Δεν μας είχαν ειδοποιήσει καν ότι μπορούσαμε να τον επισκεφτούμε και αυτό με τρέλαινε.

Ξαφνικά ο γιατρός άρχισε να μας πλησιάζει. Όταν τον είδα σηκώθηκα και έπεσαν μερικά δάκρυα στο πρόσωπό μου. Αυτή η αναμονή με σκότωνε όπως τότε.

''Κυρία μου, είναι μια χαρά απλώς δεν ξέρουμε γιατί αλλά αργεί λίγο να ξυπνήσει. Ο κίνδυνος έχει περάσει πια. Μην ανησυχείται. Επίσης μπορείται να τον επισκεφτείται τώρα πια. Έχετε στη διάθεσή του μόνο 15 λεπτά.'' είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια και μετά στράφηκε στον Κωνσταντίνο. ''Ελάτε μαζί μου.'' είπε και τον ακολουθήσαμε.

Κάτω από το φως του φεγγαριούМесто, где живут истории. Откройте их для себя