Κεφάλαιο 13ο

438 42 7
                                    

-Ελένη-

Άνοιξα τα μάτια μου έντρομη μη ξέροντας που βρίσκομαι. Κοίταξα γύρω μου και άπλετο σκοτάδι υπήρχε. Με κοίταξα. Ήμουν κάτω στο δρόμο ανάσκελα. Είδα από τα χέρια μου και τα πόδια μου πληγές και να τρέχει αίμα. Το κεφάλι μου με πονούσε φριχτά.

Σηκώθηκα αργά αργά επειδή πονούσα κιόλας και το μάτι μου έπεσε πάνω στην μηχανή. Έβγαλα μια τσιρίδα και έβαλα μπροστά από το στόμα μου το χέρι μου που έτρεμε από πόνο και τρόμο συγχρόνως. Στη συνέχεια έπεσε πάνω στον Γιάννη.

"ΓΙΑΝΝΗ;!" φώναξα και έτρεξα καταπάνω του. Έπεσα στα γόνατα δίπλα του και τον κοιτούσα με δάκρυα στα μάτια.

"Γιάννη, όχι όχι όχι!" έλεγα συνέχεια.

Τον παρατήρησα και είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη λίμνη από αίμα. Άρχισα να ψάχνω τις τσέπες του μπουφάν του.

''Τσιγάρα, αναπτήρας..όχι όχι'' έλεγα.

'Μωρέ μήπως το έχει στο παντελόνι του;' σκέφτηκα.

''Αριστερή τσέπη; Προφ..όχι. Δεξιά;..Αχαα!'' είπα και τράβηξα το κινητό του έξω.

Σηκώθηκα όρθια. ''ΝΑΙ; Ναι γεια σας μπορείται να φέρεται ένα ασθενοφόρο και γρήγορα;'' έλεγα και τα δάκρυα άρχισαν να ξανακυλάνε. ''Οδό;'' είπα και άρχισα να τρέχω για να βρω καμιά ταμπέλα. Την βρήκα και είπα την διεύθυνση στην κοπέλα. Έβαλα το κινητό του στο τσαντάκι μου που παραδόξως δεν το είχα χάσει.

Έτρεξα πίσω στον Γιάννη. Έπεσα πάλι στα γόνατα δίπλα του. Πονούσε όλο μου το κορμί αλλά αυτή τη στιγμή δεν με ένοιαζε καθόλου. Τον κοίταξα. Έκλαιγα, έκλαιγα πολύ.

Τα χέρια μου έγιναν γροθιές και ένα μεγάλο κύμα θυμού με κατέκλυσε. Άρχισα να τρέμω. Όχι από φόβο, ούτε από πόνο. Άλλα από θυμό. Τσίριζα και φώναζα μέχρι που έκλεισε η φωνή μου. Χτυπούσα τον δρόμο με τις παλάμες μου, με δύναμη. Πάλι τα αίματα άρχισαν να τρέχουν, αλλά αυτή τη φορά από τα χέρια μου. Κάτω στο δρόμο είχε κάτι μικρά πετραδάκια με αποτέλεσμα να κάνω γρατζουνιές. Κατά έναν παράξενο τρόπο δεν πονούσα.

Τον κοίταξα. Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα κατάμαυρα μαλλιά του και τα χάϊδευα.

"Γιατί; ΓΙΑΤΙ; Που στο διάολο είναι αυτός ο οδηγός να τον σκίσω; Δεν μπορούσε να μας δει; Δεν μπορούσε να σταματήσει; Δεν έπρεπε να δει αν είμασταν καλά; Θα τον ΣΚΟΤΩΣΩ!" έλεγα και έκλαιγα με λυγμούς. "Και συ βρε Γιάννη, γιατί δεν με άκουγες που σου φώναζα να προσέχεις;" τον ρώτησα αλλά καμία απάντηση.

Κάτω από το φως του φεγγαριούМесто, где живут истории. Откройте их для себя