Κεφάλαιο 14o

404 46 2
                                    

Έκλεισα τα μάτια μου. Έκλαιγα ξανά αλλά αυτή τη φορά αθόρυβα.

Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της γιαγιάς μου να ηχούν στα αυτιά μου.

''Να είσαι δυνατή Ελένη. Να είσαι δυνατή και όλα θα πάνε καλά. Μην απελπίζεσαι.'' μου έλεγε συνέχεια.

Μέχρι τώρα όμως η ζωή μου μόνο καλά δεν είναι και αυτή τη στιγμή μόνο δυνατή δεν είμαι. Το βλέμμα κενό και τα μάτια βουρκωμένα κοιτάζοντας το πάτωμα μέσα από τα μαλλιά μου.

Σηκώνομαι απάνω. Τα πόδια μου με πηγαίνουν στην καφετέρια και κάθομαι σε ένα άδειο τραπέζι και μακριά από όλους και από όλα. Δεν κάνω τίποτα. Απολύτως τίποτα. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω πια. Σκέφτομαι τον Γιάννη, την Μαρία, την Ελένη, τον Κωνσταντίνο, τον Σταύρο. Πρέπει να τους ειδοποιήσω αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα πληγωθούν και θα θυμώσουν. Δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Περπάτησα ως την μεγάλη τζαμαρία της καφετέριας με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα. Έμεινα να κοιτάζω απέξω. Άπλετο σκοτάδι ξεχυνόταν μπροστά μου, ακόμα βράδυ,ακόμα 2 η ώρα, και τα σύννεφα γκρίζα. Άρχισε να βρέχει γρήγορα. Σταγόνες έπεφταν απάνω στο τζάμι και τις έβλεπα να κυλάνε σιγά σιγά προς τα κάτω. Μπορούσα να δω την αντανάκλασή μου. Με τρόμαζα. Δάκρυα κυλούσαν καθώς έβλεπα από απέξω το πεζοδρόμιο. Χάθηκα μέσα στις σκέψεις μου με αυτά που έγιναν πριν 10 χρόνια. Κούνησα το κεφάλι δεξιά και αριστερά για να τις αποφύγω. Κι όμως δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να ξεχάσω. Οι σκηνές από τότε περνούσαν από μπροστά μου σαν ταινία και τρόμαξα. Απομακρύνθηκα από εκεί με κατεβασμένο το κεφάλι και επέστρεψα στην αίθουσα εκείνη.

Σε εκείνη που ήμουν και 10 χρόνια πριν. Στην αίθουσα αυτή που μόνο αρνητικά αισθήματα υπάρχουν. Πόνο για τον αγαπημένο σου άνθρωπο που δεν ήθελες με τίποτα να του συμβεί κάτι. Θλίψη για εκείνον επειδή τον αγαπούσες. Αγωνία για εκείνον που δεν ξέρεις καν τι γίνεται. Που παλεύει με τον θάνατο και προσεύχεσαι. Είναι ειρωνικό που οι τοίχοι των νοσοκομείων έχουν ακούσει περισσότερες προσευχές παρά από τους τοίχους της εκκλησίας, σωστά; Δεν ξέρεις, χάνεις τον έλεγχο εδώ πέρα μέσα και η αναμονή σε σκοτώνει. Γίνεσαι ανήσυχος και περπατάς για ώρες πάνω κάτω περιμένοντας νέα. Μένεις ξάγρυπνος μήπως και ξυπνήσει και τον δεις. Κλαις που δεν έχεις νέα του, εκνευρίζεσαι που δεν ξέρεις κάτι για εκείνον. Φωνάζεις στις νοσοκόμες μήπως και σου πουν το παραμικρό.
Και όλα αυτά που; Σε αυτή τη μικρή αίθουσα.

Έκατσα σε μία από τις καρέκλες ακίνητη, αμίλητη, αγέλαστη, κενή, ψυχρή. Αν με έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως πέθανα. Αλλά έτσι είναι όταν περιμένεις. Πόσο μισώ εδώ πέρα που είμαι. Δεν θέλω καν να βρίσκομαι εδώ αλλά δεν μπορώ κι αλλιώς. Πρέπει να κάνω υπομονή.

Κάτω από το φως του φεγγαριούМесто, где живут истории. Откройте их для себя