ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

948 165 34
                                    

«Σαμ», ψέλλισε το αγόρι με τρομερή δυσκολία, κάτω από το έντονο σύρσιμο του σιδηροδρόμου. Τα μάτια του έτρεμαν στο σκοτάδι του υπόγειου τούνελ που διανύαμε, με κοίταζαν γεμάτα απορία. «Τί σημαίνουν όλα αυτά;»

Ένα έντονο ρίγος διαπέρασε το κορμί μου, ήταν ρίγος αμηχανίας.

Τι δικαιολογία είχα λοιπόν να αντιπαραθέσω; Τί θα μπορούσα να του πω για να τεκμηριώσω λογικά αυτό το κάθε άλλο παρά φυσιολογικό, ερωτικό μου ξέσπασμα; Πόσο μάλλον όταν δεν αισθάνομαι τίποτα γι' αυτόν, καθώς είναι το τελευταίο άτομο πάνω σε αυτό τον κόσμο που θα μου γεννούσε ερωτισμό.

Όμως τί μπορούσα να κάνω; Προφανώς όχι να του πω την αλήθεια, μία αλήθεια που αποτελεί την κινητήρια απόδειξη για να με κλείσουν σε ψυχιατρείο.

Ανέκτησα ξανά ένα περίεργο, αδιάφορο θαρρείς, χαμόγελο, τη στιγμή που ανασήκωσα τους ώμους. Πάσχισα ούτως ώστε να μην εκδηλώσω προς τα έξω την αμηχανία μου. «Δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα», αποκρίθηκα με τη φωνή μου να στάζει δηλητήριο.

Τα μάτια του γούρλωσαν, άνοιξαν διάπλατα. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, πώς άλλωστε να καταλάβει;

Δεν πρόλαβε όμως να με ρωτήσει τί εννοώ, όταν τα χείλη μου άρχισαν να σχηματίζουν λέξεις αυθόρμητα, εντελώς ασυναίσθητα: «Αυτό δεν προσπάθησες να κάνεις κι εσύ την πρώτη φορά που με είδες; Έτσι δεν γνωριστήκαμε; Με σένα να προσπαθείς να επιτύχεις αυτό ακριβώς το πράγμα; Εγώ λοιπόν ολοκλήρωσα εκείνο το μισοτελειωμένο θέατρο του παραλόγου», ολοκλήρωσα το μικρό μου μονόλογο ενώ το βλέμμα μου έγινε ακόμα πιο επιτακτικό.

Τα χείλη του σφίχτηκαν σε μία λεπτή γραμμή, ενώ έμεινε φανερά να παλεύει με τον εαυτό του για να καταλάβει τα λόγια μου.

Και τότε, πράγματι, θυμήθηκε την προσβλητική του προσέγγιση, κάμποσους μήνες πριν, ενώ εγώ καθόμουν μόνη κι έρημη πάνω στη συνηθισμένη μου γωνιά, εκεί, μπροστά από τη γέρικη ιτιά.

«Όχι», ψέλλισε πεισματικά, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα. «Δεν είναι αυτός ο λόγος. Γιατί άλλωστε να πέσεις τόσο χαμηλά για να το κάνεις αυτό τόσους μήνες μετά;»

«Ώστε παραδέχεσαι πως έπεσες χαμηλά», είπα κατηγορηματικά και τύλιξα τα χέρια στο στήθος.

Κόσμος άρχισε να γεμίζει το βαγόνι, να το γεμίζει ασφυκτικά πολύ.

Άψυχα και άβουλα, θα έλεγε κανείς, κορμιά, άρχισαν να μπαίνουν ανάμεσά μας, όμως ο Ράιαν δεν ήταν σε θέση να τους το επιτρέψει αυτό. Εξαγριωμένος λοιπόν, τόσο με τον κόσμο όσο και με εμένα την ίδια, ίσως και με τη δική του ύπαρξη, άρχισε να με πλησιάζει απειλητικά πολύ. Τόσο πολύ, που πλέον μας κρατούσε μακριά μονάχα μία απειροελάχιστη χαραμάδα αέρα...

Ο χειρότερος Εχθρός μουOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz