ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

612 97 2
                                    

Από τη στιγμή που παραχώρησα τα ινία του κορμιού μου στον Λίαμ, τα πάντα για μένα είχαν βυθιστεί στην ίδια την αδράνεια και την ασυνειδησία.

Όταν πια κατάφερα να αντιληφθώ και πάλι τα πράγματα και τις καταστάσεις γύρω μου, το πρώτο που διέκρινα ήταν το σκοτάδι. Ένα σκοτάδι περικυκλωμένο από μία αχαλίνωτη έρημο, ένα σκοτάδι που το στέγαζαν τα λαμπρά άστρα μιας βαθιάς νύχτας... Πότε νύχτωσε;

Το αυτοκίνητο που εγώ οδηγούσα ακινητοποιήθηκε σταδιακά στην άκρη του δρόμου τη στιγμή εκείνη που απέκτησα πλήρως τον έλεγχο των κινήσεών μου.

Τώρα πρέπει να συνεχίσετε με τα πόδια, άκουσα τη μυστήρια φωνή του Λίαμ να αντηχεί στην εσωτερική πλευρά του κρανίου μου, κάνοντας για χιλιοστή φορά το κορμί μου να συσπάται από την ανατριχίλα, όπως κάθε μεμονωμένη, άλλωστε, φορά στο άκουσμα αυτής της φωνής...

Αφουγκράστηκα, ενώ έστρεψα τη προσοχή μου δίπλα, στο κοιμώμενο κορμάκι της κοπέλας που με συντρόφευε. «Αμελή;», ψέλλισα τραχιά, μα με τρομερή γλυκύτητα να συνοδεύει τα εύθραυστα λόγια μου. «Ξύπνα, πρέπει να συνεχίσουμε πεζοί», αποκρίθηκα σιγανά ενώ άπλωσα παράλληλα το χέρι προκειμένου να τη χαϊδέψω ελαφρά στο μπράτσο, πιστεύοντας πως έτσι ίσως και να διευκόλυνα το ξύπνημά της.

Την είδα να σαλεύει κάτω από η παλάμη μου, όταν τελικά με κοίταξε με αυτά τα μεγάλα, εκφραστικά, κατάμαυρά της μάτια.

Η όψη της μου προκάλεσε ταραχή ξανά, κι ας είχα παλέψει σκληρά με τον εαυτό μου προκειμένου να αποδεχτώ τη διαφορετικότητά της. Πώς μπορούσα όμως να το κάνω αυτό, όταν ήταν τόσο ασύλληπτα αφύσικη; Πώς μπορούσα να ξεχάσω, άραγε, τις πληγές που δια μαγείας εξαφανίστηκαν από τη πλάτη της, όπως και αυτή που εξαφανίστηκε μπροστά στα ίδια μου τα μάτια;

Πάσχισα να διώξω από το μυαλό μου όλες αυτές τις σκέψεις και όταν τα κατάφερα, της χαμογέλασα ζεστά. «Μπορείς να περπατήσεις, έτσι δεν είναι;»

Εκείνη ένευσε και ανακάθισε, ενώ παράλληλα τεντώθηκε -έτσι αγουροξυπνημένη καθώς ήταν. 

«Πού θα πάμε;», μουρμούρισε και γύρισε να με κοιτάξει με τα νυσταγμένα της ματάκια.

Η καρδιά μου δέθηκε σε έναν σκληρό και γερό κόμπο. Δεν υπήρχε απάντηση σε αυτό της το ερώτημα, διότι δεν γνώριζα ούτε εγώ η ίδια προς τα πού οδεύουμε...

«Απλά έχε μου εμπιστοσύνη», αποκρίθηκα τελικά τη στιγμή που βγήκα από το όχημα. Τι θα μπορούσα να της πω; Πως η επιβίωσή μας βασίζεται σε μία αδιάλλακτη φωνή που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου; 

Ο χειρότερος Εχθρός μουHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin