ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

882 140 13
                                    

Έμεινα κλειδωμένη μέσα στο δωμάτιό μου έως ότου βράδιασε.

Παρά τις επίμονες προσπάθειες του Μπέντζαμιν να βγω και να συζητήσουμε σαν άνθρωποι -ένας Θεός ξέρει τί- δεν υποχώρησα. Μάλιστα λίγες στιγμές αργότερα αποφάσισα να χώσω τα ακουστικά στα αυτιά μου και να υψώσω την ένταση της μουσικής στο τέρμα. Έτσι κατάφερα να βρω λίγη από τη χαμένη ιδιωτικότητά μου, καθώς και να μείνω μακριά από εκείνον και τις εκνευρίστηκες επικλήσεις του.

Οι ώρες παιρνούσαν, κι αυτός έμενε αμείλικτος στο να υποχωρίσει. Πραγματικά, το μικρόβιο της περιέργειάς μου ήθελε να δει πόσο πολύ ακόμα θα επέμενε.

Είχα πια αρχίσει να πιστεύω πως δε θα αργήσει να κατεδαφήσει τη πόρτα του δωματίου μου προκειμένου να φέρει εις πέρας της επιθυμία του, τόσο παράλογα επίμονη ήταν προσπάθειά του...

Ακολούθησαν πολλές ώρες ακόμα μετά από αυτές, κι εγώ η ίδια έχασα το μέτρημα μετά από κάποια στιγμή. Έφευγε και ξαναρχόταν ανά διαστήματα με διάφορες δικαιολογίες, είτε για να με προστάξει να βγω να μιλήσουμε, είτε για να μου πει να φάω. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πράγματι το έκανα -μονάχα αφού βεβαιώθηκα ότι εκείνος ήταν εκτός της έπαυλης, καθώς τον είδα να απομακρίνεται με τη μαύρη του Mercendes- ήταν για να πάω τουαλέτα. 

Έκτοτε, δεν τόλμησα να ξεκλειδώσω αυτή την πόρτα για κανένα άλλο λόγο.

Όταν πια είδα να αναδύονται στον ουρανό, έξω από τα ανοιχτά παντζούρια του παραθύρου μου, τα χρώματα της ανατολής -χωρίς να έχω κοιμηθεί από την ένταση και τον πανικό εκείνο το βράδυ- φόρεσα με κινήσεις πρόχειρες, μηχανικές, ένα μαύρο κολάν και ένα απλό, λευκό φανελάκι. Έβαλα τις μαύρες μου αρβύλες και τέλος, αφού πέρασα το ένα λουρί του σακιδίου μου στον ώμο, άρπαξα βιαστικά μία μαύρη, φαρδιά ζακέτα.

Είχα πολλές μέρες να πάω στο σχολείο, με συνέπεια να αποκτήσω υπερβολικές πολλές απουσίες. Δεν είχα σκοπό να κάνω άσκοπα ούτε μία παραπάνω, λοιπόν.

Κρίνοντας από την ώρα, ήξερα πως είναι πολύ νωρίς ακόμα και για τη Σάρα που ξυπνάει πριν από όλους τους υπόλοιπους για τις ανάγκες του επαγκέλματός της, επομένως ήμουν σίγουρη ότι δε θα πέσω πάνω σε καμία δυσάρεστη, προς εμένα, παρουσία.

Σαν τον κλέφτη βρέθηκα τελικά στο κάτω πάτωμα του ισογείου και άνοιξα προσεχτικά την δίφυλλη, αρχοντική, εξώθυρα, για να εκτεθώ γεμάτη ανακούφιση στο παγερό αεράκι της αυγής. Το κορμί μου ζάρωσε παρόλα αυτά, όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό για να με πτοήσει. Έμεινα να κατευθύνομαι με κινήσεις βιαστικές προς έναν από τους φύλακες.

Ο χειρότερος Εχθρός μουWhere stories live. Discover now