κεφαλαιο 11

4.2K 174 13
                                    

Ντάριο
Θάνατος. Η πιο βαριά λέξη .Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι αυτή η στιγμή που θα χάσεις έναν κοντινό σου άνθρωπο ή συγγενή σου.

Βλέπεις στις ταινίες και στα βιβλία πως περιγράφει ο συγγραφέας κάθε είδους συναίσθημα. Θεωρείς οτι όταν σου συμβεί, θα εισαι ψυχολογικά προετοιμασμένος. Δεν μπορείς καν να φανταστείς πως θα ειναι η ζωή σου χωρίς αυτό το άτομο.

Η πραγματικότητα όμως αποδεικνύεται πιο σκληρή και άψυχη.

Θέλεις να αποκοπείς από το παρόν και να βυθιστης σε μια λίμνη αναμνήσεων όπου εκεί όλα ειναι υπαρκτά και σωα. Δεν έχεις την αίσθηση του χρόνου και όταν επανέρχεσαι στο παρόν η πραγματικότητα σε επαναφέρει βίαια. Σε χαστουκιζει κατάματα.

Στην αρχή δεν θέλεις να το πιστέψεις, επιτα νευριαζεις και φωνάζεις .

Στην συνέχεια αρχιζεις να κλαις και να θέλεις να γυρίσει αυτό το άτομο πίσω και το πιο δύσκολο απ όλα ειναι η αποδοχή.

Όταν αποδέχεσαι μια κατάσταση σημαίνει πως δεν κλαις αλλα λυπάσαι και πια το έχεις συνηθίσει.

Πάρο όλα αυτα πάντα υπάρχει ενα μέρος του εαυτού σου που θέλει να ξεσπάσει και να σε κάνει να κλαις αλλα εσυ ο ίδιος πρέπει να μαθεις να ελέγχεις αυτό το "δαιμόνιο" το οποίο κατοικεί μέσα σου και θέλει να σε κυριαρχήσει.

Όταν μου ανακοίνωσαν πως ο πατέρας μου είχε πεθάνει σε ατύχημα δεν το πίστεψα.
Είχαν πει πως και οι άλλοι τραυματίες σκοτώθηκαν μόνο που ηταν δύο άτομα.
Θυμάμαι ακριβώς την ημέρα εκεινη και ειχα πει στον εαυτό μου πως αυτή θα ηταν από δω και πέρα η χειρότερη μου μέρα. Γιατί;;

Είχα ενημερωθεί για το ατυχημα του πατέρα μου όμως τότε δεν καταλάβαινα την σοβαρότητα της κατάστασης.

Ξέρετε, ο πατέρας μου ηταν ανταγωνιστικός και όταν εννοώ ανταγωνιστικός εννοώ του τύπου - πατάω - γκάζι - νευριαζω- όταν - με - προσπερνάνε. Δυστυχώς, αυτό το χαρακτηριστικό το απέκτησα και εγώ ααργότερα.Οπότε πίστευα πως όλα θα πάνε καλα αφού είχε τραυματίστει αρκετές φορές.

Η στιγμή που άρχισα να καταλαβαινω οτι κατι δεν πήγαινε καλα ηταν όταν είδα να με καλεί η μητέρα μου.

Κατευθείαν έτρεξα προς το νοσοκομίο και μόλις μπήκα στον θάλαμο του άκουσα τον ασταμάτητο ήχο της μηχανής να ανακοινώνει τον θάνατο του.

Η μητέρα μου με πλησίασε και είπε
" Πρεριμενε να έρθεις " και με άφησε για λίγο μόνο.

Το κεφάλι του πατέρα μου ηταν στραμμένο προς το μέρος μου σαν να ήξερε οτι θα έρθω. Τα καστανά του ματια κλειστά και ενα αχνό χαμόγελο ηταν σχεδιασμένο στα χείλη του.

Τον πλησίασα και του έπιασα το χέρι. Τα ματια μου έκαιγαν από την επιθυμία να αφήσουν τα δάκρυα να κυλήσουν. Και τότε ηταν η πρώτη φορά που λυγισα. Σε εκείνο τον θάλαμο.

Η μέρες περνούσαν και ο θάνατος του πατέρα μου με ειχε επηρεάσει αρνητικά. Άρχισα να καπνίζω πιστεύοντας πως θα με βοηθήσει να ξεχάσω και να ηρεμήσω. Η μητέρα μου δούλευε από το πρωί έως το βραδυ παλεύοντας για να μας συγκρατήσει οικονομικά.
Τα πράγματα άρχισαν να περνούν μια παράξενη ροπή μετά το μνημόσυνο του πατέρα μου.

Η μητέρα μου άρχιζε να ασχολείται περισσότερες ώρες με την δουλειά και όταν γύρισε στο σπίτι ετοίμαζε το φαγητό και κλειδωνόταν στην κρεβατοκάμαρα της.

Όταν κατάφερα να μπω μέσα την είδα κουλουριασμενη να κοιμάται στην θέση του πατέρα μου με το μαξιλάρι του στην αγκαλιά της.

Μάλιστα το κρατούσε τόσο σφικτά που τα χέρια της είχαν ασπρίσει σε αντιθεση με τα κόκκινα μάγουλα της που ηταν ταλαιπωρημένα από το καθημερινό και ασταμάτητο κλάμα.

Αυτή ηταν η μέρα που κατάλαβα πως κατι δεν πήγαινε καλα μαζί της .

Θυμάμαι ξεκάθαρα πως την ειχα τραβηξει στο νοσοκομείο και την πηγα στο ιατρό. Τις πολυώρες μέρες που καθόμουν έξω από την ψυχολόγο της. Το γεγονός πως κάθε μέρα έβγαινε όλο και πιο χαρούμενη. Όλα άρχισαν να επανέρχονται και να γίνονται κανονικά.

Και τώρα φτάσαμε στο σημερα όπου η μητέρα μου με παίρνει τηλέφωνο καθημερινά για να δει πως περνάω και μου λέει τα νέα της.

Ειναι καλύτερα.

Όταν μου είπε η Οφήλια την ημερομηνία του ατυχήματος εκεί ηταν που νόμιζα οτι τρελάθηκα.

23 Αυγούστου 2015. Κατι μου θύμιζε.

Κουνησα το κεφάλι μου κουρασμένα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα ματια και κοιμήθηκα.

Οφήλια

Ειχα περάσει.... καλά. Ειχα καιρό να νιώσω χαρούμενη και να ξεχαστώ από τα προβλήματα αλλά αυτά ξαναεπανέρχονταν .

Έπρεπε να ειχα φύγει νωρίτερα από αυτή την πόλη. Τώρα ηταν σχεδόν αδύνατον ειχα δεθεί αρκετά. Η Βερ , Ροξι , Ντανιέλ και ο Ντάριο.... Ειχα δεθεί με τον Ντάριο.

Με εκάνε να νιωθω πράγματα που έκανα τοσο κόπο να τα θάψω μέσα μου και αυτός τα ξαναεπανέφερε στην επιφάνεια.

Δεν ήθελα να αναμειχτώ με κανέναν αυτή την χρονιά. Το μόνο που ήθελα ηταν να τελειώνω και να φύγω από αυτή την πόλη.








Omnia Causa FiuntOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz