Μπαίνω στην τάξη της ιστορίας και προχωρώ προς τα τελευταία θρανία που κάθονται ο Ντάνι και ο Μάικ, δύο φιλαράκια μου από την ομάδα μπάσκετ. Καθώς περνάω ανάμεσα από τα μπροστινά θρανία βλέπω την Τες να με κοιτάζει με το ίδιο δολοφονικό βλέμμα που μου ‘ριξε τις προάλλες στο παρκινγκ. Την αγνοώ και πλησιάζω τα αγόρια.
«Γεια σας παιδιά», τους χαιρετώ και κάθομαι δίπλα τους.
«Γεια σου Λίνα», με χαιρετούν με τη σειρά τους.
«Αφήστε με να μαντέψω, μιλάτε για το χθεσινό παιχνίδι των Ντιτρόιτ Πίστονς;» ρωτάω. Και οι δύο είναι οπαδοί αυτής της ομάδας μπάσκετ και κάθε φορά που παίζει αγώνα συζητούν το παιχνίδι για τουλάχιστον ένα τριήμερο.
«Μας τσάκωσες Σίτι», λέει ο Μάικ χαμογελώντας.
«Ήταν σημαντική νίκη η χθεσινή», συμπληρώνει ο Ντάνι. Ο Μάικ και ο Ντάνι είναι καλά παιδιά και κάνουμε πολύ παρέα. Παρ’ όλο που είναι αθλητές δεν είναι τόσο δημοφιλείς και δε νομίζω πως γι’ αυτό ευθύνεται τόσο το γεγονός ότι συνήθως δεν είναι βασικοί παίκτες στα παιχνίδια. Περισσότερο αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ τους δεν προσπάθησαν να αλλάξουν τους εαυτούς τους για να ταιριάξουν στην κλίκα των δημοφιλών παιδιών, και δεν προσπάθησαν να το παίξουν κούλ κάνοντας τις συνήθεις ανοησίες. Δεν φρόντιζαν να μεθούν σε κάθε πάρτι, ή να πουλάνε τσαμπουκά, δεν φρόντιζαν να έχουν πάντα δίπλα τους και από μια μαζορέτα και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να κρύψουν πως τους αρέσει να περνούν το χρόνο τους διαβάζοντας κόμικς ή παίζοντας ηλεκτρονικά και τους παραδεχόμουν γι’ αυτό. Για μένα ήταν πολύ πιο κούλ από τα περισσότερα «κούλ» παιδιά. Εξάλλου δεν ήταν ότι δεν έπαιζαν καλό μπάσκετ ή ότι δεν ήταν εμφανίσιμοι.
Ούτως ή άλλως, ούτε εμένα με ενδιέφερε ποτέ να είμαι δημοφιλής. Μιλάω σχεδόν με όλους και κάνω παρέα με τους περισσότερους, κυρίως όμως με τους αθλητές-αθλήτριες του σχολείου, αλλά έχω λίγους πολύ καλούς φίλους. Δεν έχω έχθρες με κανέναν -καλά, αν εξαιρέσεις ότι τελευταία η Τες έχει αρχίσει να με καρφώνει με κάτι δολοφονικά βλέμματα, το ίδιο και κάποιοι από τους υπηκόους της και βέβαια το σχόλιο μου προηγουμένως δεν ήταν και πολύ κίνηση εκεχειρίας-, αλλά τίποτε παραπάνω. Δεν τραβούσα ιδιαίτερα την προσοχή εκτός γηπέδου και από άποψη δημοτικότητας θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως μια μέση κοινωνική έφηβη.
Μερικά λεπτά μετά το χτύπημα του κουδουνιού η καθηγήτρια Μπάρετ μπαίνει στην αίθουσα. Είναι η μεγαλύτερη σε ηλικία καθηγήτρια που έχουμε στο σχολείο, οι φήμες λένε πως είναι εκατόν δέκα χρόνων, κάτι που προφανώς είναι αδύνατον (οι μαθητές στο σχολείο μας υπερβάλλουν λίγο κάποιες φορές :P), αλλά η κυρία Μπάρετ έχει πατήσει σίγουρα τα εξήντα και δεν αμφιβάλλω που ξέρει και την παραμικρή λεπτομέρεια για το κάθε ουσιώδες ή επουσιώδες ιστορικό γεγονός. Είναι και η ίδια τόσο παλιά όσο και τα γεγονότα που μας αφηγείται, που άνετα θα υπέθετε κανείς πως τα έζησε. Και όταν τα αφηγείται είναι σα να τα ζεί, γιατί πωρώνεται κανονικά. Μια φορά καθώς μας έλεγε για τον Αμερικάνικο εμφύλιο μόνο που δεν πήδηξε από την καρέκλα της για να αρχίσει να τρέχει με κάποιο φανταστικό άλογο ντουφεκίζοντας τους Νοτίους, ενώ άλλη φορά θα έπαιρνα όρκο πως το πνεύμα του Αβραάμ Λίνκολν κατέλαβε το σώμα της, καθώς φώναζε όρθια μπροστά στον πίνακα «Η ψήφος είναι πιο δυνατή από τη σφαίρα. Με τη σφαίρα μπορεί να σκοτώσεις τον εχθρό σου. Με την ψήφο μπορεί να σκοτώσεις το μέλλον των παιδιών σου!».
YOU ARE READING
Chasing number nine
Teen FictionΠριν σας πω οτιδήποτε άλλο για μένα πρέπει να ξέρετε ένα πράγμα. Μιλάω πολύ και όταν λέμε πολύ εννοούμε κοριτσίστικα πολύ! Κι εκεί ίσως σταματούν οι ομοιότητες μου με ένα φυσιολογικό κορίτσι. [...] Είμαι η Καρολίνα, είμαι 16 ετών, παίζω ποδόσφαιρο...