«Σκατά», ψιθυρίζω, καθώς φτερνίζομαι για μια ακόμα φορά και ρουφάω τη μύτη μου. Αποκλείεται να γλιτώσω το κρύωμα. Αλλά έφυγα τόσο βιαστικά από το σπίτι, που δε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου ένα μπουφάν, ή μια ζακέτα έστω. Κάθομαι στο ξύλινο πάτωμα του δεντρόσπιτου στην αυλή του σπιτιού της Κέλσι. Είναι ένα παλιό, μεγάλο δεντρόσπιτο, που έφτιαξαν για μας οι γονείς μας όταν ήμασταν μικρές. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που παίζαμε εδώ, αλλά το δεντρόσπιτο είναι ακόμα γερό και μου αρέσει να έρχομαι εδώ, όταν θέλω να μείνω μόνη και να σκεφτώ. Αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η μυστική μου κρυψώνα.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά πάντοτε στην ησυχία αυτού του έρημου, ξύλινου κατασκευάσματος ένιωθα ασφαλής και δυνατή. Δε γνωρίζω αν αυτό οφείλεται στις όμορφες αναμνήσεις που έχω από εδώ με την Κέλσι και τις μαμάδες μας, όταν το διακοσμούσαμε και παίζαμε, ή από το γεγονός πως είναι ψηλά και σου δίνει την αίσθηση πως μπορείς να εξουσιάσεις τα πάντα από εδώ πάνω. Απλά αυτό το μέρος πάντοτε με έκανε να νιώθω όμορφα, όσο χαζό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο.
Βέβαια, τώρα καταλαβαίνω πως ήταν πολύ χαζή ιδέα να βγω τέτοια ώρα έξω στην κρύα, φθινοπωρινή νύχτα και μάλιστα χωρίς να πάρω το μπουφάν μου, αλλά όσο και αν νιώθω να τρέμω και να παραλύω από το κρύο, δεν είμαι έτοιμη να γυρίσω πίσω ακόμα. Παρ’ όλα αυτά τα πόδια και τα χέρια μου είναι τόσο παγωμένα πια που σχεδόν έχω αρχίσει να μην τα νιώθω. Γιατί έπρεπε να έχει τόσο κρύο απόψε;
Το κινητό μου χτυπάει για άλλη μια φορά, αλλά αγνοώ για χιλιοστή φορά τις δονήσεις του πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Έχω πάψει να κοιτάω ποιοι με καλούν. Δεν νιώθω έτοιμη να μιλήσω σε κανέναν. Γιατί δε με αφήνουν απλά ήσυχη; ‘Γιατί η ώρα είναι σχεδόν μια, γιατί λείπεις εδώ και ώρες από το σπίτι χωρίς να έχεις δώσει σημεία ζωής και γιατί ανησυχούν’, απαντά μια φωνή στην άκρη του μυαλού μου, αλλά την αγνοώ και αυτή. Κοντεύει πια να με πάρει ο ύπνος, όταν ακούω μια φωνή μέσα στο λήθαργό μου.
«Καρολίνα;», ρωτά σιγανά η φωνή.
Ανακάθομαι και κοιτάζω γύρω μου. Δεν βλέπω κανέναν. Βγάζω έκπληκτη το κεφάλι μου από το παράθυρο του δεντρόσπιτου και κοιτάζω προς τα κάτω. Τα μάτια μου συναντούν εκείνα του Μέισον.
«Δόξα τω θεώ! Εδώ είσαι!», μουρμουρίζει εκείνος με ανακούφιση.
«Μέισον; Τι κάνεις εδώ; Πώς με βρήκες;», ρωτάω έκπληκτη.
«Με πήρε ο Ρόρι. Μου είπε πως δε μπορούσαν να σε βρουν και βγήκα να σε ψάξω… Πωπω, Θεέ μου! Έχει παγωνιά εδώ κάτω. Τι λες Ραπουνζέλ, θα μου ρίξεις τα μαλλιά σου για να ανέβω κι εγώ εκεί πάνω; Αποκλείεται να έχει περισσότερο κρύο από ότι εδώ κάτω», λέει τρίβοντας τα χέρια του για να τα ζεστάνει. Η ανάσα του σχηματίζει μικρά συννεφάκια καθώς μιλάει.
YOU ARE READING
Chasing number nine
Teen FictionΠριν σας πω οτιδήποτε άλλο για μένα πρέπει να ξέρετε ένα πράγμα. Μιλάω πολύ και όταν λέμε πολύ εννοούμε κοριτσίστικα πολύ! Κι εκεί ίσως σταματούν οι ομοιότητες μου με ένα φυσιολογικό κορίτσι. [...] Είμαι η Καρολίνα, είμαι 16 ετών, παίζω ποδόσφαιρο...