Κεφάλαιο 16ο

1.2K 158 8
                                    

«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Για κάποιο λόγο η φράση αυτή από την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι είχε χαραχθεί στη μνήμη μου, όταν διάβασα το βιβλίο αυτό. Δεν ήξερα γιατί μου είχε εντυπωθεί τόσο πολύ, αλλά να τη πάλι που ξεπήδησε από τα βάθη του μυαλού μου, τώρα που διάβασα αυτό το απρόσμενο μήνυμα.

«Θα βρεθούμε τελικά το βράδυ, αγάπη μου;», έλεγε μια άγνωστη για εμένα γυναίκα, στον πατέρα μου.

Η ιδέα αρχίζει να σχηματοποιείται στο μυαλό μου. Υποθέτω πως είμαστε κατά κάποιον τρόπο δυστυχισμένη οικογένεια τελικά. Γι' αυτό η φράση αυτή εντυπώθηκε στη μνήμη μου. Όχι εξαιτίας του ότι εγώ και τα αδέλφια μου χάσαμε τη μητέρα μας και ο πατέρας μας την άλλοτε αγαπημένη του σύζυγο. Παρ' όλο που αυτό είναι το παραγωγικό αίτιο της δυστυχίας μας, δεν είναι η πηγή της. Μόλις τώρα συνειδητοποιώ πως η πηγή είναι η έλλειψη επικοινωνίας.

Η τακτική που ακολούθησε ο πατέρας μου μετά το θάνατό της ήταν η απώθηση (ναι, προσέχω στο μάθημα της κοινωνικής ψυχολογίας στο σχολείο!). Δεν ήθελε να μιλάμε γι' αυτό που συνέβη. Το ότι η μαμά μας δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω και πως πήγε να κάνει παρέα στους αγγέλους του ουρανού ήταν το μόνο που χρειαζόταν να ξέρουμε. Ποτέ δεν συζητήσαμε το πώς μας έκανε αυτό να νιώθουμε. Τα πράγματα της μαμάς εξαφανίστηκαν μια μέρα από το σπίτι το ίδιο και οι φωτογραφίες της. Το ξέρω πως ο πατέρας μου θεώρησε πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουμε, να συνεχίσουμε τη ζωή μας, ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίσει τον πόνο, αλλά πλέον καταλαβαίνω πως ήταν λάθος. Ο μόνος τρόπος να νικήσεις τον πόνο, γιατί να τον εξαλείψεις τελείως δεν γίνεται, είναι να τον αφήσεις να ανθίσει στην καρδιά σου και να τον αφήσεις να ακολουθήσει την λογική του πορεία, να αναπτυχθεί πλήρως να τον νιώσεις στο μεδούλι σου μέχρι να ξεθυμάνει και να μαραθεί. Το να κόψεις τον μίσχο του πριν την ωρίμανση του είναι σα να τον παγώνεις, να κρατάς μαζί σου το απολίθωμά του σε όλη σου τη ζωή.

Το να μη λέμε τι σκεφτόμαστε, πως νιώθουμε μας απομάκρυνε. Μπορεί να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, αλλά δεν αποδεχόμαστε, ούτε γνωρίζουμε πραγματικά ποιος είναι ο άλλος, ποια είναι τα όνειρά του, παρ' όλο που μιλάμε και περνάμε χρόνο μαζί. Τώρα καταλαβαίνω γιατί εγκατέλειψα και όσα αγαπούσα όσο ζούσε η μητέρα μου, όπως το χορό και το τραγούδι. Όχι τόσο γιατί με έκαναν να νοσταλγώ αυτή, αλλά γιατί ποθούσα να νιώσω τον πατέρα μου κοντά μου, να γεφυρώσω το χάσμα που δημιουργήθηκε μεταξύ μας.

Chasing number nineWhere stories live. Discover now