||•κεφ.8ο•||

1.6K 95 18
                                    

Θεοφάνια

Βγήκα έξω και περπατησα με γοργο βήμα προς τη μηχανή μου.

«Θεοφανία, περίμενε γαμωτο» άκουσα τον Στέφανο να φωνάζει αλλά τον αγνόησα και ανέβηκα στη μηχανή

Έβαλα το κλειδί στη μίζα και έφυγα από την περιοχή με μεγάλη ταχύτητα

Βγήκα στην εθνική οδό και μιας και τέτοια ώρα είναι έρημα μου ήταν ακομα πιο εύκολο να αυξήσω ταχύτητα

Έστριψα σε ένα σημείο χωρίς λόγο.

Χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό

Σταμάτησα σε ένα περίπτερο και με τα ελάχιστα χρήματα που κουβαλούσα πάνω μου πήρα λίγες μπύρες.

Στον δρόμο μου βρήκα μια απομονωμένη περιοχή κοντά στη θάλασσα.

Πάρκαρα τη μηχανή και πήρα τη σακούλα με τις μπύρες

Τις πέταξα κάτω και αφού έβαλα μερικές μέσα στη θάλασσα για να διατηρηθούν κρύες έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες μου.

Περπάτησα κατά μήκος της παραλίας μέχρι που σταμάτησα και κοίταξα το απέραντο και την αντανάκλαση της σχεδόν πανσέληνου.

Ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου και μια τζούρα από το τσιγάρο μου.

«δεν θα καταλάβετε ποτέ» μονολογισα και γέλασα ελάχιστα

«πόσο πιο χάλια μπορεί να γίνει η ζωή μου? Ελπίζω σε κάποια προηγούμενη ή σε κάποια επόμενη τα πράγματα να μου πηγαίνουν καλύτερα»

Μετά από μια ώρα κοίταξα το κινητό μου.

03:30 εγραφε και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι

Δεν τις ήπια όλες τις μπύρες τελικά γιατί έπρεπε να καβαλήσω και την Moon, οπότε τις άφησα εκεί και όποιος τις βρει καλή του απόλαυση.

Ανεβηκα στη μαύρη μου μηχανή και ακολούθησα τον ίδιο δρόμο με πριν.

Βγήκα για άλλη μια φορά στην εθνική και δεν θα πω ψέματα αλλά ζαλίζομαι και έχω μια ελάχιστη θολούρα.

Άκουσα ένα γκαζωμα και κοίταξα από τον καθρέφτη μου.

Ένα μαύρο βαν.

Πιστεύω αυτή είναι η απάντηση στη προηγούμενη μου ερώτηση.

Μπορεί να γίνει πολύ χειρότερη η ζωή μου.

Ξανά κοίταξα πίσω και από το παράθυρο ξεπρόβαλλε ένας άντρας με μαύρη μάσκα, ο οποίος στόχευε με το όπλο του τα λάστιχα τις μηχανής.

Ο δικός μου μπάτσος 2Where stories live. Discover now