Κατερίνας POV
Οι ώρες περνάνε βασανιστικά αργά. Η θεία του Αχιλλέα δεν έχει σταματήσει να περπατά πέρα δώθε στον διάδρομο, η Εύα στέκεται κοντά στο παράθυρο, κοιτάζοντας αφηρημένα έξω, ενώ ο Αχιλλέας και γω έχουμε καθίσει μαζί στις πλαστικές καρέκλες. Τα χέρια μου έχουν φωλιάσει μέσα στις μεγάλες του παλάμες, ενώ ο ωμός μου έχει ενωθεί με τον δικό του. Ξέρω ότι αυτή την στιγμή αισθάνεται περίεργα. Όλη αυτή η κατάσταση τον έχει κάνει σιωπηλό, σχεδόν τρομοκρατημένο θα τολμούσα να πω. Το βλέμμα μου σκαρφαλώνει στο πρόσωπο του, για να ελέγξω ξανά την έκφραση του.
«ηρέμησες;»
Τον ρωτάω σιγανά, χαϊδεύοντας τρυφερά το χέρι του.
«δεν ξέρω αν είναι ηρεμία η πανικός αυτό που αισθάνομαι αυτή την στιγμή»
Απαντάει, κρατώντας πεισματικά το βλέμμα του χαμηλά. Φοβάται, και το καταλαβαίνω απόλυτα. Ποιος θα άντεχε στην σκέψη ότι ο πατέρας του χαροπαλεύει μέσα στην εντατική;
«θα τα καταφέρει Αχιλλέα, θα το δεις»
Λέω, ακουμπώντας το πιγούνι μου στον ώμο του.
«δεν ήμουν σωστός απέναντι του»
Εκπλήσσομαι μόλις ακούω τα λόγια του.
«εκείνος.... το μόνο που ήθελε, ήταν να με βοηθήσει, και εγώ....»
Δεν ξέρω αν πρόκειται για παραλήρημα, η για κάποιο εσωτερικό του παράπονο, πάντως είναι η πρώτη φορά που ακούω τον Αχιλλέα να μιλάει έτσι για τον πατέρα του.
«εγώ απέτυχα, ως συνήθως»
«σσς, μην κατηγορείς τον εαυτό σου»
Ψιθυρίζω, φιλώντας τον ώμο του, πάνω από το μπουφάν του.
«έτσι είναι»
Αποκρίνεται, αρνούμενος πεισματικά να με κοιτάξει. Έχει χαθεί, τώρα το βλέπω καθαρά. Όλο αυτό είναι απλά ένα εσωτερικό παραλήρημα, ένας μονόπλευρος διάλογος. Τον φιλάω σε το μάγουλο, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρω να τον επαναφέρω στην δική μας πραγματικότητα.
«σ'αγαπάω Αχιλλέα»
Λέω χαμηλόφωνα, κλείνοντας τα μάτια μου. Πρώτη φορά του λέω αυτή την λέξη και νομίζω πως διάλεξα την πιο κατάλληλη στιγμή. Τα χείλη του αγγίζουν το μέτωπο μου, δείχνοντας μου ότι όντως με άκουσε.
«γιατρέ!»
Αναφωνεί ξαφνικά η θεία του. Αμέσως πεταγόμαστε από τις θέσεις μας για να πλησιάσουμε τον γιατρό, ο οποίος διασχίζει τον διάδρομο.
«είστε οι συγγενείς του κύριου Μαυρίδη;»
«μάλιστα γιατρέ»
Απαντάει αμέσως η Χαρά, χωρίς να κρύβει την αγωνία από τον τόνο της φωνής της.
«πως είναι γιατρέ;»
Ρωτάει ξαφνικά ο Αχιλλέας. Θεέ μου, πρώτη φορά τον βλέπω τόσο τρομοκρατημένο. Τα δάχτυλα μου μπλέκονται με τα δικά του, προσπαθώντας έτσι να του δώσω κουράγιο.
«τα νέα δεν είναι και τόσο αισιόδοξα»
Αυτόματα κλείνω τα μάτια μου.
«δηλαδή μας λέτε ότι δεν θα τα καταφέρει γιατρέ;»
Ακούω τον Αχιλλέα να ρωτάει.
«οι πιθανότητες είναι λίγες. Εμείς κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας»
Εκείνη την στιγμή, νιώθω το κορμί του Αχιλλέα να τσιτώνεται. Ωχ, δεν μου αρέσει αυτό.
«ψέματα»
Αμέσως ανοίγω τα μάτια μου για να τον κοιτάξω. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έχουν σκληρύνει, και το χέρι του σφίγγει υπερβολικά δυνατά το δικό μου.
«λες ψέματα. Ο πατέρας μου θα τα καταφέρει!»
«κύριε μου, ηρεμήστε. Συμμερίζομαι τον πόνο σας, αλλά καταλάβετε ότι κάποια πράγματα δεν περνάνε μόνο από τα δικά μας χέρια»
Ο Αχιλλέας ρουθουνίζει ειρωνικά, πριν ορμήξει πάνω στον γιατρό και τον αρπάξει από τον γιακά της λευκής του ποδιάς. Τι κάνει; Αμέσως τον πιάνω από τους ώμους, προσπαθώντας να τον χαλιναγωγήσω.
«άκουσε με, εσύ έχεις την δύναμη, εσύ έχεις την γνώση, μπορείς να τον κάνεις καλά. Θέλεις χρήματα; θα τα έχεις, σου πουλάω όλη μου την επιχείρησή, αρκεί να κάνεις καλά τον πατέρα μου»
Σοκάρομαι με τα λόγια του. Αυτή η υπεράσπιση, αυτή η επιμονή προς το πρόσωπό του πατέρα του.... με συγκινεί συνεχώς αυτός ο άνθρωπος.
«αλήθεια σας λέω, κύριε Μαυρίδη, κάνουμε ότι μπορούμε»
«ηρέμησε Αχιλλέα»
Μουρμουρίζω κοντά στο αυτί του. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι, για να με κοιτάξει με διστακτικότητα. Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που με κοιτάζει έτσι. Σιγά σιγά αφήνει τον γιατρό να ξεφύγει από την λαβή του, και επιστρέφει ξανά στην πλαστική καρέκλα.
«χάνω το μυαλό μου»
Τον ακούω να ψιθυρίζει καθώς ανακατεύει με μανία τα μαλλιά του. Τον πλησιάζω από πίσω, ώστε να χαϊδέψω τρυφερά στην πλάτη του.
«ηρέμησε αγάπη μου. Ηρέμησε»
Αυτή την στιγμή ανακαλύπτω μια νέα πτυχή του εαυτού του, μια πιο περίπλοκη ίσως. Ισιώνει το σώμα του, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες.
«έλα, κάθισε»
«δεν θα γλιτώσει ο αδερφός μου, το νιώθω»
Ακούω την Χαρά να μουρμουρίζει, κρύβοντας παράλληλα το πρόσωπο μέσα στις παλάμες της.
«μην το ξαναπείς αυτό!»
Πετάει ξαφνικά φωναχτά ο Αχιλλέας, προκαλώντας μας όλους να τον κοιτάξουμε.
«ο πατέρας μου θα γίνει καλά. Σε λίγες μέρες θα βγει από κει μέσα, θα το δεις!»
Της γρυλίζει, καρφώνοντας την έντονα με το βλέμμα του. Η Χαρά κουνάει καρτερικά το κεφάλι, κρατώντας το στόμα της κλειστό.
«έλα, ηρέμησε»
Τον παροτρύνω με χαμηλή φωνή. Ευτυχώς με υπακούει, χωρίς όμως να παίρνει τα μάτια από την θεία του.
«θα γίνει καλά, το ξέρω»
Μουρμουρίζει, ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατα του. Φαίνεται έξαλλος, αλλά και εξαντλημένος. Σηκώνω το χέρι ώστε να χαϊδέψω τα κοντά καστανά μαλλιά του. Θεέ μου, τι μαρτύριο περνάει, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω. Δυστυχώς δεν έχω την δύναμη να τα αλλάξω όλα αυτά.
«ηρέμησε»
Ψιθυρίζω, προσπαθώντας να του δώσω δύναμη. Μακάρι να μπορούσα να του πω ότι έχει δίκιο, μακάρι να μπορούσα να συμφωνήσω με τα λεγόμενα του, όμως ξέρω ότι θα του πω ψέματα. Φιλάω απαλά το μάγουλο του, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Νιώθω λες και κρατάω στην αγκαλιά μου ένα παιδί. Ένα μικρό και απροστάτευτο παιδί.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Βρέχει αστέρια
Документальная прозаΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.