Αχιλλέας POV
«τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να της μιλήσεις»
Την βλέπω να στέκεται επιβλητικά μπροστά από το παράθυρο του γραφείου μου, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το στήθος της.
«και τι να της πω; πως μπορείς να αποκαλύψεις κάτι τέτοιο;»
Αποκρίνομαι, νιώθοντας την αγανάκτηση να με έχει καταβάλει. Εκείνη γυρίζει προς το μέρος μου, καρφώνοντας με με το βλέμμα της.
«ο πατέρας σου μας ανάγκασε να δημιουργήσουμε όλο αυτό το φιάσκο, και τώρα που έφυγε από την μέση, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις! Ότι είχε τώρα ανήκει σε σένα. Δεν μπορεί κανείς να σε ελέγξει, ούτε καν οι συγγενείς σου!»
Εκνευρίζομαι τόσο πολύ με τον τρόπο που χειρίζεται το όλο θέμα. Τι νομίζει; ότι ο θάνατος του πατέρα μου ήταν κάτι σαν λύτρωση για εμένα; Μόνο εκείνη ξέρει πως να με γιατρεύει από αυτόν τον ανυπόφορο πόνο. Μόνο εκείνη.
«σε δύο μέρες θα ανοίξουν την διαθήκη του»
Μουρμουρίζω, κοιτάζοντας το κενό.
«τέλεια! Τότε θα μάθουμε τα πάντα»
«σταμάτα να είσαι τόσο αναίσθητη γαμώτο»
Πετάω απότομα, χτυπώντας παράλληλα το χέρι μου στην έδρα. Εκείνη δεν φαίνεται να εκπλήσσεται από την κίνηση μου.
«πρέπει να το αποδεχτείς, Αχιλλέα. Ο πατέρας σου έφυγε, και δεν θα ξανά γυρίσει»
Αμέσως σηκώνω το κεφάλι για να την αγριοκοιτάξω.
«σου είναι βολικό αυτό, έτσι;»
«γιατί; εσένα δεν σου είναι;»
Αντιγυρίζει, έχοντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη της. Είναι αλήθεια λοιπόν; μοιάζουμε τόσο πολύ εμείς οι δύο; είμαι κι εγώ τόσο αναίσθητος όσο αυτή; Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Χαμηλώνω το βλέμμα στην έδρα, ώστε να κοιτάξω την οθόνη. Η Κατερίνα! Αμέσως τοποθετώ την συσκευή στο αυτί μου, κάνοντας νόημα στην Εύα να μην μιλήσει.
«ναι»
«πως είσαι;»
Η γλυκιά χροιά της φτάνει μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Τώρα νιώθω πραγματικά πιο ήρεμος.
«καλά. Εσύ;»
«μόλις τελείωσα το μάθημα»
«θέλεις να έρθω να σε πάρω;»
Ρωτάω, κοιτάζοντας την Εύα, η οποία φαίνεται να εκνευρίστηκε από την πρόταση μου.
«δεν χρειάζεται, θα έρθω με το αστικό»
Δεν μου αρέσει που μετακινείται με λεωφορεία και ταξί. Μπορεί να συμβούν χίλια δύο εκεί μέσα.
«μην κουνηθείς, έρχομαι τώρα να σε πάρω»
Λέω και μετά το κλείνω.
«ώστε θα πας να μαζέψεις την πριγκίπισσα σου;»
Με ρωτάει ειρωνικά. Σηκώνομαι από την θέση μου, κοιτάζοντας την σχεδόν απειλητικά.
«μη μου πεις ότι την ζηλεύεις;»
Ρωτάω, περισσότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον. Ρουθουνίζει.
«φυσικά και όχι. Είναι μια ασήμαντη μπροστά μου. Εκτός αν θελήσεις εσύ να την κάνεις σημαντική»
Η τελευταία της πρόταση ακούγεται σαν ενημέρωση. Κουνάω καρτερικά το κεφάλι μου.
«τα λέμε»
Λέω και μετά φεύγω από το γραφείο, αφήνοντας την μόνη.
«Γεωργία, θέλω το αυτοκίνητο μου στην είσοδο του εργοστασίου, τώρα»
Διατάζω την γραμματέα μου, βαδίζοντας γρήγορα προς το ασανσέρ.
«μάλιστα, κύριε Μαυρίδη»
Την ακούω να λέει, πριν κλείσουν οι πόρτες.Κατερίνας POV
Στέκομαι έξω από την σχολή, κρατώντας την ομπρέλα ανοιχτή πάνω από το κεφάλι μου. Έχουν περάσει τουλάχιστον σαράντα λεπτά από τότε που με πήρε τηλέφωνο και η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Που είναι τόση ώρα; Κοιτάζω τριγύρω, μπας και εντοπίσω το γνωστό μαύρο Audi. Πάντως τον άκουσα καλύτερα στο τηλέφωνο. Μπορεί να παραμένει απόμακρος, αλλά τουλάχιστον δεν είναι τόσο χαμένος όσο στην αρχή. Ξαφνικά, νιώθω ένα δυνατό σκούντημα στο πλευρό μου. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι για να δω έναν άγνωστο μαυροφορεμένο άντρα να στέκεται δίπλα μου.
«τι θέλετε;»
«πρόσεχε! Δεν είναι αυτός που νομίζεις»
Τα φρύδια μου σμίγουν ερωτηματικά.
«ορίστε; για ποιον μιλάς;»
«για τον πιο κοντινό σου άνθρωπο»
Λέει και μετά διασχίζει τον δρόμο, αφήνοντας με στήλη άλατος. Τι εννοούσε τώρα αυτός; ποιος είναι; και τι ξέρει για την ζωή μου; Τον πιο κοντινό σου άνθρωπο. Σε ποιον αναφερόταν; Ο πιο κοντινός μου άνθρωπος αυτή την στιγμή, είναι ο... ο Αχιλλέας. Λες να εννοούσε τον Αχιλλέα; αλλά πως; από που τον ξέρει; Ξαφνικά, ακούω μια κόρνα να ηχεί κοντά στα αυτιά μου. Χαμηλώνω το βλέμμα για να δω το μαύρο Audi να βρίσκεται σταματημένο μπροστά μου.
«μπες, γρήγορα»
Λέει, έχοντας κατεβασμένο το φιμέ τζάμι. Αμέσως κλείνω την ομπρέλα και μπαίνω στην θέση του συνοδηγού.
«άργησες»
Κάνω την πρώτη μου παρατήρηση.
«είχε λίγη κίνηση στον δρόμο»
Αποκρίνεται, μπαίνοντας ομαλά στην κυκλοφορία. Κοιτάζω το προφίλ του. Φαίνεται κατσούφης, ίσως και θυμωμένος θα τολμούσα να πω.
«είσαι καλά;»
«γιατί με ρωτάς συνέχεια;»
Πετάει ξαφνικά, εκπλήσσοντας με.
«είναι κακό που νοιάζομαι;»
Αντιγυρίζω κάπως απότομα. Για μία ακόμη φορά, η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι ανάμεσα μας. Περιμένω την απάντηση του, αλλά τελικά παραμένει σιωπηλός, κοιτάζοντας μπροστά. Πολύ θα ήθελα να μάθω τι σκέφτεται αυτή την στιγμή, όμως έχει κλειστεί και πάλι στον εαυτό του. Με εκνευρίζει όταν το κάνει αυτό. Νιώθω λες και δεν θέλει να μοιράζεται τίποτα μαζί μου. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, επικρατεί αυτή η άβολη σιωπή ανάμεσα μας. Μόλις σταματάει έξω από την αυλή, αμέσως βγαίνω από το αμάξι, αφήνοντας τον μόνο. Νομίζω πως αρκετά έκανα τον βλάκα. Προσπάθησα μία, προσπάθησα δύο, αλλά δεν βγαίνει τίποτα. Δεν θα επιμείνω, εφόσον αυτό θέλει, ας τα κρατήσει όλα μέσα του, μέχρι να σκάσει.
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.