Μόλις μπαίνω μέσα στο σπίτι, αισθάνομαι μια παράξενη ανακούφιση να με κατακλύζει. Η σημερινή μέρα ήταν πραγματικά κουραστική, περισσότερο ψυχολογικά παρά σωματικά. Τα λόγια του συμβολαιογράφου δεν λένε να φύγουν από το μυαλό μου. Το σαράντα της εκατό ανήκει στην κυρία Κατερίνα Γρηγοριάδου Μαυρίδη. Πως είναι δυνατόν; γιατί μου το έκανε αυτό ο πατέρας μου; λες να είχε καταλάβει για το σχέδιο μας; Αφήνω το παλτό μου στην κρεμάστρα και μετά βαδίζω προς το σαλόνι. Προς έκπληξη μου, παρατηρώ ότι τα φώτα είναι ανοιχτά. Αμέσως σκέφτομαι ότι κάποιος βρίσκεται εδώ. Η Κατερίνα! Τρέχω ως την κρεβατοκάμαρα, για να την δω να βρίσκεται γονατιστή μπροστά από την ντουλάπα μας, τακτοποιώντας τα ρούχα της στην βαλίτσα που βρίσκεται ανοιχτή δίπλα της. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο κούφωμα της πόρτας, παρατηρώντας κάθε της λεπτομέρεια. Φαίνεται τόσο μικροκαμομένη, σαν να σου φωνάζει ότι χρειάζεται αγάπη. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου. Αγάπη. Τι παράξενη λέξη. Η Εύα δεν την έχει αναφέρει ποτέ ως τώρα. Είναι πάντα τόσο σκληρή, τόσο τέλεια, σαν να μην έχει κανένα ράγισμα, σαν μια παγωμένη κούκλα φτιαγμένη από πορσελάνη. Ναι, αυτό είναι η Εύα, μια κούκλα φτιαγμένη από πορσελάνη. Ξαφνικά, τα γαλανά της μάτια στρέφονται επάνω μου, προκαλώντας μου ένα παράξενο ρίγος. Τι είναι αυτό;
«με συγχωρείς, σε λίγο φεύγω»
Λέει βιαστικά, πετώντας σχεδόν αδέξια τα υπόλοιπα ρούχα της μέσα στην βαλίτσα. Της είχα πει να φύγει... τι ανόητος που γίνομαι. Αν βρισκόταν τώρα κοντά μου η Εύα, σίγουρα θα μου έλεγε πως αυτή είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να την ξεφορτωθούμε. Όμως η σκέψη ότι δεν θα την έχω πια μέσα στο σπίτι, στην καθημερινότητα μου, στα πράγματα που κάνω... κάτι δεν μου αρέσει, είναι σαν να χάνω ένα κομμάτι από το παζλ. Βαδίζω αργά προς το μέρος της.
«κάποτε με είχες παρομοιάσει με τον μικρό πρίγκιπα»
Ξεκινάω να λέω, κοιτάζοντας χαμηλά στο ξύλινο πάτωμα.
«και λοιπόν;»
Ψελλίζει, προδίδοντας την θλίψη της. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, γεμίζοντας τους πνεύμονες μου με καθαρό αέρα.
«λοιπόν... τώρα θέλω να σε ρωτήσω κάτι»
Λέω καθώς γονατίζω δίπλα της.
«τι;»
«αν ο μικρός πρίγκιπας πλήγωνε το λουλούδι του... τι θα του έλεγε για να τον συγχωρέσει;»
«ότι είπε και το λουλούδι σε εκείνον...»
Απαντάει σιγανά. Εκείνη την στιγμή τα βλέμματα μας συναντώνται. Αυτή η ζεστασιά γεννιέται και πάλι μέσα από τις στάχτες της, επανέρχεται σε μια δυνατή φωτιά που καίει όλο μου το στήθος. Τι είναι αυτό που με κάνει να αισθάνομαι;
«ο μικρός πρίγκιπας δεν κατάλαβε ότι το λουλούδι τον αγαπούσε, όμως τόλμησε να του το πει»
Αυτό θέλει λοιπόν; να της πω ότι την αγαπώ; έτσι θα με συγχωρέσει; Περνάω το χέρι από τα μαλλιά μου, νιώθοντας ξαφνικά αμήχανος δίπλα της. Έχω χρόνια να πω αυτή την λέξη. Ο μόνος άνθρωπος που τόλμησα να το πω, ήταν η μητέρα μου. Εκείνην εμπιστευόμουν, αλλά δυστυχώς την έχασα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, πριν αποφασίσω να ξανά μιλήσω.
«εσύ φοβάσαι την αγάπη;»
Την παρακολουθώ να χαμηλώνει το κεφάλι της στο πάτωμα.
«πως μπορείς να φοβάσαι κάτι τόσο όμορφο;»
Αντιγυρίζει με ερώτηση, υψώνοντας ξανά το βλέμμα της επάνω μου. Πως μπορεί να είναι τόσο ξεκάθαρη με αυτό; πως γίνεται να μου το λέει έτσι απλά; Φέρνω το σώμα μου πιο κοντά στο δικό της. Νομίζω ότι αυτή η γυναίκα μου κάνει μάγια, δεν εξηγείται αλλιώς.
«η αγάπη είναι ένα εξίσου δυνατό συναίσθημα με το μίσος, σωστά;»
Ρωτάω σιγανά, παρακολουθώντας κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο της. Μάλλον έκλαιγε πριν, γιατί και τα μάτια της έχουν πρηστεί ελαφρώς. Πως μπορεί να είναι τόσο δυνατή απέναντι μου; πως μπορεί και κρύβεται τόσο καλά;
«έτσι λένε»
«εσύ το πιστεύεις;»
Ίσως δεν θα πρεπε να της κάνω αυτή την ερώτηση, αλλά βαθιά μέσα μου θέλω να έχω την ελπίδα ότι αν μάθει την αλήθεια... ίσως μπορέσει κάποια στιγμή να με συγχωρέσει.
«έχει σημασία για εσένα η απάντηση μου;»
Αντιγυρίζει, δείχνοντας απρόσμενα ψύχραιμη. Την κοιτάζω για μερικά λεπτά, νιώθοντας πραγματικά χαμένος μέσα σε αυτόν τον καταγάλανο ουρανό. Με έχει παγιδεύσει, αρχίζω να το πιστεύω ότι με έχει παγιδεύσει.
«καλύτερα να πηγαίνω»
Πετάει ξαφνικά και μετά την παρακολουθώ να κλείνει γρήγορα το φερμουάρ της βαλίτσα της.
«που θα μείνεις;»
Ρωτάω, στρέφοντας ξανά το βλέμμα μου στο πρόσωπο της. Εκείνη όμως δεν σκοπεύει να μου το ανταποδώσει.
«θα γυρίσω στο πατρικό μου»
Απαντάει λιτά. Γαμώτο, γιατί είναι τόσο ήρεμη; Φεύγει από κοντά μου, γιατί δεν κάνει κάτι; γιατί δεν μου δείχνει ότι δεν θέλει να με αφήσει; γιατί δεν με αφήνει να την δω καθαρά;
«θα σε πάω εγώ»
«δεν χρειάζεται, έχω καλέσει ήδη ταξί»
Πετάει αμέσως, κόβοντας μου ουσιαστικά την φόρα. Την βλέπω να αρπάζει το χερούλι της βαλίτσας και να ισιώνει το σώμα της.
«να σε βοηθήσω τότε να το μεταφέρεις; φαίνεται λιγάκι βαρύ»
Προσπαθώ να κάνω κάτι, αλλά εκείνη φαίνεται ακατάδεκτη.
«δεν χρειάζεται. Εμ, αύριο θα έρθω να μαζέψω και τα υπόλοιπα πράγματα μου»
Πετάει ξαφνικά, αγνοώντας την πρόταση μου. Άθελά μου, ρουθουνίζω.
«εντάξει»
Λέω τελικά, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου. Ξαφνικά, ακούγεται η κόρνα κάποιου αμαξιού απέξω.
«ήρθε το ταξί»
Ανακοινώνει εκείνη καθώς φεύγει από το δωμάτιο. Ακούω τα βήματα της να απομακρύνονται σιγά σιγά από εμένα. Το πήρε απόφαση, φεύγει, με εγκαταλείπει. Αυτό επέλεξε να κάνει λοιπόν, να διαλέξει τον εύκολο δρόμο. Τι λες ανόητε άνθρωπε; εσύ την έδιωξες, αντε να την φέρεις πίσω τώρα, γελοίε. Αμέσως σηκώνομαι από την θέση μου για να τρέξω από πίσω της. Μόλις βγαίνω έξω από το σπίτι, την βλέπω να τοποθετεί την βαλίτσα της στο πορτ παγκάζ του ταξί.
«είμαστε εντάξει φίλε, η κοπέλα δεν θα φύγει»
Λέω καθώς δίνω κάποια χρήματα στον ταξιτζή. Εκείνος τα παίρνει, χωρίς να εκφράσει κάποια διαμαρτυρία.
«τι κάνεις;»
«αυτό που πρέπει»
Της απαντάω και μετά κατεβάζω την βαλίτσα από το αμάξι για να την μεταφέρω ξανά μέσα στο σπίτι. Το ταξί φεύγει και η Κατερίνα έρχεται τρέχοντας από πίσω μου.
«Αχιλλέα, τι κάνεις; γιατί τον έδιωξες;»
Ρωτάει, φανερά μπερδεμένη με την κίνηση μου. Αφήνω τελικά την βαλίτσα της στο πάτωμα, δίπλα από τον καναπέ του σαλονιού. Γυρίζω προς το μέρος της, κοιτάζοντας ξανά το πρόσωπο της. Πόσο ηλίθιος είμαι; θα την άφηνα να φύγει έτσι απλά, και αυτό γιατί; γιατί είμαι εγωιστής!
«επειδή είσαι το τριαντάφυλλο μου, επειδή δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις, και επειδή....»
Θέλω να το πω, πιέζω τον εαυτό μου να το κάνει, αλλά για κάποιον λόγο... μου φαίνεται άνανδρο. Δεν μπορώ να της το πω έτσι, όχι κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αφήνω μια ανάσα κούρασης να ξεφύγει από τα χείλη μου.
«δεν θέλω να φύγεις, απλά»
Προσθέτω, ανασηκώνοντας τους ώμους μου. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται αργά στο πρόσωπο της, δίνοντας μου ένα σημάδι αισιοδοξίας.
«γιατί σου αρέσει να με βασανίζεις έτσι; γιατί;»
Λέει πριν πέσει με ανακούφιση στην αγκαλιά μου. Για πρώτη φορά, νιώθω απελπισμένα την ανάγκη να την σφίξω επάνω μου, να ενωθεί το δέρμα της με το δικό μου. Αυτό θέλω γαμώτο μου. Αυτό θέλω, αλλά δεν τολμάω να το παραδεχτώ σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό. Το πρόσωπο της έρχεται κοντά στο δικό μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τα χείλη της αγγίζουν απαλά τα δικά μου, πυροδοτώντας την φλόγα που έχει αρχίσει ήδη να σιγοκαίει μέσα στο στήθος μου. Είμαι τόσο απελπισμένος για αυτή την γυναίκα.
KAMU SEDANG MEMBACA
Βρέχει αστέρια
NonfiksiΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.