Βγαίνω από το μπάνιο, κρατώντας σφιχτά την μεγάλη πετσέτα που βρίσκεται τυλιγμένη γύρω από το σώμα μου. Ο Αχιλλέας είναι ήδη ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έχοντας τον φορητό υπολογιστή στα πόδια του.
«δεν μπορώ να βρω τις σημειώσεις μου για την σχολή»
Μουρμουρίζω αδιάφορα καθώς ανοίγω τα φύλλα της ντουλάπας.
«πω πω»
Τον ακούω να λέει ξαφνικά. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι, για να τον δω να έχει τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, ενώ ένα χαμόγελο θαυμασμού στολίζει το πρόσωπο του.
«είναι επικίνδυνο να τριγυρνάς έτσι εδώ μέσα»
Πετάει, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι του.
«για ποιον λόγο;»
Αντιγυρίζω, παλεύοντας να μην φανεί το χαμόγελο μου. Εκείνος αφήνει τον φορητό υπολογιστή δίπλα του, και μετά σέρνεται ως την άκρη του κρεβατιού.
«επειδή υπάρχουν κάποιοι που δεν μπορούν να συγκρατήσουν τους εαυτούς τους»
Απαντάει με βραχνή, ερωτική φωνή, πριν με αρπάξει από τον καρπό και με ρίξει στο κρεβάτι.
«Αχιλλέα!»
Τσιρίζω, αφήνοντας ταυτόχρονα ένα γελάκι. Εκείνος τώρα αιωρείται από πάνω μου, έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη του. Δεν την έχω χορτάσει ακόμα αυτή την εικόνα του. Και ίσως να μην το κάνω ποτέ.
«μμμ, απορώ γιατί δεν κάναμε μπάνιο μαζί»
Μουρμουρίζει, με την μύτη του να τρίβεται αργά στην δική μου. Ένα αυθόρμητο χαχανητό ξεφεύγει από τα χείλη μου.
«είστε επικίνδυνος, κύριε Μαυρίδη. Δεν μπορώ να σας εμπιστευτώ σε τόσο λεπτά ζητήματα»
Τον πειράζω, ανασηκώνοντας περήφανα το πιγούνι μου. Εκείνος με κοιτάζει έντονα, δαγκώνοντας με ευθυμία το κάτω χείλος του.
«δεν μπορείτε, ε;»
«δυστυχώς όχι»
Αποκρίνομαι σχεδόν αμέσως. Μου αρέσουν τα πειράγματα μας, μου αρέσει όταν τον βλέπω να χαμογελάει, και κυρίως μου αρέσει όταν είμαι εγώ η αιτία που χαμογελάει.
«τι ατίθασο στοματάκι που έχετε, κυρία Γρηγοριάδου»
Ψιθυρίζει, με τα χείλη του να πλησιάζουν αργά τα δικά μου. Κλείνω τα μάτια και περιμένω το πολυπόθητο φιλί, ώσπου ο ήχος του τηλεφώνου του μας διακόπτει, ξυπνώντας με απότομα από αυτό το όμορφο μέχρι στιγμής όνειρο.
«ποιος είναι τέτοια ώρα;»
Ρωτάω, φανερά περίεργη. Εκείνος σηκώνεται όρθιος, παίρνοντας την συσκευή του γρήγορα από το κομοδίνο. Τον βλέπω να κοιτάζει για μερικά λεπτά σκεπτικός την οθόνη, σαν να μη θέλει να απαντήσει.
«δεν θα το σηκώσεις;»
Ρωτάω, κρατώντας σφιχτά την πετσέτα γύρω από το σώμα μου, σαν να είναι η ασπίδα μου. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, πριν κλείσει τελικά το τηλέφωνο.
«δεν είναι κάτι σημαντικό»
Μουρμουρίζει, δείχνοντας χλωμός ξαφνικά. Ανακάθομαι στο κρεβάτι, μαζεύοντας τα γόνατα στο στήθος μου. Είναι λιγάκι ύποπτο αυτό. Βασικά, δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να τον παίρνουν τέτοια ώρα τηλέφωνο, και αυτός απλά να μην το απαντά. Η έκφραση στο πρόσωπο του ειδικά, είναι σαν να τα μαρτυρά όλα.
«ποιος ήταν;»
Ρωτάω κάπως δειλά. Ξεφυσάει.
«από το εργοστάσιο»
«και σε παίρνουν τέτοια ώρα;»
Ρωτάω, με την καχυποψία να είναι φανερή στον τόνο της φωνής μου. Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα του στο πρόσωπο μου.
«δεν με πιστεύεις;»
«απλώς προσπαθώ να καταλάβω»
«με το να κατηγορείς εμένα!»
Πετάει βιαστικά, δείχνοντας ξαφνικά θυμωμένος. Τώρα τι; θα προσπαθήσει να βγει και από πάνω;
«ωραία, εφόσον ήταν από την δουλειά, γιατί δεν το σήκωσες;»
Αποκρίνομαι, νιώθοντας το αίσθημα του πανικού να χτυπάει σιγά σιγά στα μηνίγγια μου.
«ε δεν νομίζω πως ήταν και κάτι το σημαντικό»
Λέει, περνώντας το χέρι από τα μαλλιά του. Ε τώρα ειλικρινά με δουλεύει.
«πλάκα μου κάνεις, έτσι;»
Πετάω, δείχνοντας ξεκάθαρα τον θυμό μου. Εκείνος περνάει το χέρι από τα μαλλιά του, αφήνοντας έναν αναστεναγμό κούρασης.
«γιατί πάει ο νους σου στο χειρότερο;»
Λέει σιγανά, δείχνοντας ξαφνικά αγανακτισμένος. Τρίβω το μέτωπο μου, αποφεύγοντας σκόπιμα το βλέμμα του.
«δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, Αχιλλέα. Σε έχουν ξανά πάρει τηλέφωνο, και πιο αργά μάλιστα»
«με παρακολουθείς;»
Υψώνω θυμωμένα το βλέμμα μου στο δικό του. Τι είδους ηλίθια ερώτηση είναι τώρα αυτή;
«ζούμε στο ίδιο σπίτι, δεν ξέρω αν το θυμάσαι»
Αποκρίνομαι, νιώθοντας μια περίεργη φλόγα να σιγοκαίει το στήθος μου.
«δεν έχω γκόμενά, Κατερίνα»
Πετάει ξαφνικά, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς του. Αυτή του η πρόταση στέλνει ένα ρίγος φόβου στην ραχοκοκαλιά μου. Και αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που φαντάστηκα τον άντρα μου με μια άλλη γυναίκα, να την φιλάει και να την αγκαλιάζει με το ίδιο πάθος που δείχνει σε μένα, να την αποκαλεί δική του, να την πειράζει, να διασκεδάζει μαζί της. Θεέ μου, η καρδιά μου σφίγγεται.
«Κατερίνα; τι έπαθες;»
Ρωτάει ξαφνικά, με τον τόνο της φωνής του να βγάζει κάτι το ανήσυχο.
«καλά είμαι»
«μα εσύ.... εσύ χλώμιασες»
Παρατηρεί καθώς σκύβει προς το μέρος μου. Τώρα τα πρόσωπα μας βρίσκονται πολύ κοντά, με αποτέλεσμα να καταφέρω να διακρίνω καλύτερα την αγωνία στα καστανά του μάτια. Νοιάζεται για μένα, δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Αλλά αυτό το σκηνικό με τα παράξενα τηλέφωνα βραδιάτικα... με έχουν βάλει σε υποψίες, άσχημες υποψίες.
«δεν υπάρχει καμία άλλη στη ζωή μου, πέρα από σένα»
Μουρμουρίζει, στερεώνοντας μερικές τούφες πίσω από το αυτί μου. Τον κοιτάζω με φόβο, σαν να μην θέλω να μάθω την αλήθεια, σαν να είμαι μια δειλή που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατάσταση.
«συγχώρεσε με για αυτό που είπα»
«είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει καμία άλλη στη ζωή σου;»
Ρωτάω, αγνοώντας τα λόγια του.
«δεν θέλω να με αμφισβητεί η γυναίκα μου»
Πετάει με αυστηρό ύφος, σαν να με τιμωρεί που τόλμησα να ξεστομίσω αυτή την ερώτηση.
«τότε βοήθησε την να απαλλαχθεί από τους φόβους και τις ανασφάλειες της»
Αποκρίνομαι, νιώθοντας ξαφνικά πιο ψύχραιμη απέναντι του. Με κοιτάζει έντονα, χωρίς να μιλάει. Τα καστανά του μάτια ταξιδεύουν στα δικά μου, ψάχνοντας κάτι που θα τον βοηθήσει να με καταλάβει.
«δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεσαι έτσι, και θα σου το αποδείξω αμέσως τώρα»
Ψιθυρίζει, περνώντας το χέρι του απαλά από το μάγουλο μου, και καταλήγοντας τελικά να πιάσει το σβέρκο μου. Τα χείλη μας ενώνονται σε ένα διστακτικό φιλί, σαν να παίζουμε μεταξύ μας. Αυτός ο άντρας με σαγηνεύει. Με τον τρόπο του με κάνει να τα ξεχνάω όλα. Όμως κάτι μέσα μου, δεν φαίνεται να έχει κοπάσει ακόμα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Βρέχει αστέρια
Kurgu OlmayanΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.