«ούτε ένα γειά δεν θα μου πεις;»
«τι σκατά γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»
Γρυλίζω καθώς την αρπάζω από τον αγκώνα.
«ήρθα να δω πως είναι»
«και από πότε σε νοιάζει η υγεία του πατέρα μου, ε;»
Ρωτάω, νιώθοντας πιο έξαλλος από ποτέ.
«ήρθα και για σένα»
«να φύγεις όπως είσαι. Είναι και εκείνη εδώ»
«ναι, το είδα»
Αποκρίνεται, εντελώς ψύχραιμη από την ανακοίνωση μου. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου, συγκρατώντας τον επερχόμενο θυμό μου.
«ωραία, φύγε τώρα»
«θα πω ένα γειά πρώτα και μετά θα εξαφανιστώ, όπως ακριβώς το θέλεις»
«όχι, τώρα θα εξαφανιστείς, με ακούς;»
Γρυλίζω απειλητικά καθώς η λαβή μου σφίγγεται στον αγκώνα της.
«θα φύγεις από εδώ, τώρα! χωρίς να σε αντιληφθεί κανείς. Διαφορετικά-»
«Αχιλλέα;»
Η φωνή της Κατερίνας στέλνει ένα ρίγος φόβου στην ραχοκοκαλιά μου. Αμέσως αφήνω το χέρι της Εύας, ώστε να ισιώσω το σώμα μου.
«γειά σας»
Λέει, μόλις φτάνει κοντά μας. Η Εύα της χαρίζει ένα από τα πιο ψεύτικα χαμόγελα της.
«γειά σου, γλυκιά μου»
«Αχιλλέα, έλα να καθίσεις μαζί μας, μην δημιουργείς εντάσεις»
Τα χείλη μου πιέζονται σε μια λεπτή γραμμή. Αν τολμήσει και πετάξει καμιά σπόντα στην Κατερίνα, δεν ξέρω για το τι είμαι ικανός να κάνω.
«πρέπει να βρω τον γιατρό»
Της απαντάω, κοιτάζοντας όμως προειδοποιητικά την Εύα.
«μπορώ να τον βρω εγώ για σένα»
Πετάει ξαφνικά η Εύα, πυροδοτώντας τον θυμό μου.
«όχι, ευχαριστώ. Μπορώ και μόνος μου»
«συγγνώμη, αλλά... γνωρίζεστε;»
Ρωτάει η Κατερίνα, δείχνοντας αποσβολωμένη. Σφίγγω τις γροθιές μου, ψάχνοντας μανιωδώς για μια σταγόνα ηρεμίας μέσα μου.
«είμαι μια παλιά φίλη και συνεργάτης του Αχιλλέα. Εύα Χρυσοστόμου, χάρηκα»
Λέει καθώς απλώνει το χέρι της προς το μέρος της Κατερίνας.
«εμ, χάρηκα»
Αποκρίνεται δειλά, καθώς της δίνει το χέρι της. Παρακολουθώ αυτή την εικόνα να διαδραματίζεται μπροστά μου σαν ταινία, σαν να μην είμαι εγώ στην θέση του πρωταγωνιστή. Κοιτάζω μια την Εύα και μια την Κατερίνα. Αυτές οι δύο γυναίκες είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Η Εύα είναι άνθρωπος που αγαπάει την πολυτέλεια, την φήμη, όλα τα ακριβά γούστα, ενώ η Κατερίνα είναι ένα καθημερινό κορίτσι, που ικανοποιείται με τα πιο απλά πράγματα. Δεν ξέρω ποια από τις δυο τους έχει μεγαλύτερη δύναμη επιρροής επάνω μου. Στην αρχή η Κατερίνα φαινόταν σαν μυρμήγκι στα μάτια μου, τώρα όμως έχει γίνει ένας επικίνδυνος τίγρης που κοντεύει να με κατασπαράξει συναισθηματικά. Αν δεν το έχει κάνει ήδη δηλαδή.
«σοκαρίστηκα μόλις έμαθα για την υγεία του πατέρα σου Αχιλλέα. Αλήθεια, πως είναι τώρα;»
Λέει με τόση ευκολία τα ψέμματα, παίζει τόσο καλά τον ρόλο της που κοντεύει να πείσει και μένα. Τοποθετώ τα χέρια στις τσέπες του τζιν μου, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού, εκτός από το πρόσωπο της Εύας.
«η κατάσταση του είναι σταθερή»
Απαντάω όσο πιο λακωνικά μπορώ.
«μήπως θέλεις να μιλήσω με τον διευθυντή της κλινικής;»
Η ερώτηση της πέφτει σαν κεραμίδα.
«όχι, Εύα. Σε ευχαριστώ»
Σχεδόν της γρυλίζω. Ξαφνικά, η Κατερίνα μπλέκει τα δάχτυλα της στα δικά μου, κάνοντας με να παγώσω. Φυσικά αυτή η κίνηση δεν περνάει απαρατήρητη από την Εύα.
«Αχιλλέα, μήπως να καθίσεις κάτω;»
Μου προτείνει η Κατερίνα, με την ανησυχία να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής της. Ασυναίσθητα, το χέρι μου σφίγγει το δικό της. Γιατί νιώθω ότι παίρνω δύναμη από αυτή την τόσο μικρή επαφή μαζί της;
«ναι, καλύτερα να καθίσεις, Αχιλλέα μου. Φαίνεσαι χλωμός»
Η παρατήρηση της Εύας μοιάζει πολύ λίγη αυτή την στιγμή. Στρέφω το βλέμμα μου στο πρόσωπο της Κατερίνας.
«έχεις δίκιο»
Μουρμουρίζω, συγκατανεύοντας τελικά μαζί της.
«θα πάω να βρω τον γιατρό»
Μας ανακοινώνει η Εύα. Ειλικρινά, δεν το βάζει κάτω αυτή η γυναίκα.
«δεν χρει-»
«θα το εκτιμούσαμε πολύ»
Πετάει ξαφνικά η Κατερίνα, ακουμπώντας το ελεύθερο χέρι της στο στήθος μου. Δεν τολμάω να πάω ενάντια στον λόγο της. Η Εύα μας κοιτάζει, έχοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο στα κατά κόκκινα χείλη της.
«θα σας δω ξανά σε λίγο»
Λέει και μετά εξαφανίζεται μέσα στο ασανσέρ. Γυρίζω το κεφάλι για να κοιτάξω την Κατερίνα.
«δεν ήταν ανάγκη να δεχτείς την προσφορά της»
Λέω, νιώθοντας κάπως πιο ήρεμος τώρα που έφυγε εκείνη.
«προσπαθεί να κάνει κάτι για να σε βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή, απλά δέξου το»
Αποκρίνεται σιγανά, χαϊδεύοντας παράλληλα το στήθος μου. Τώρα νιώθω πολύ καλύτερα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, τραβώντας την παράλληλα στην αγκαλιά μου.
«αχ Κατερίνα»
Μουρμουρίζω, ακουμπώντας το πιγούνι μου στην κορυφή του κεφαλιού της. Δεν μπορώ να την δω, αλλά είμαι σίγουρος ότι χαμογελάει, το νιώθω.
«μου έλειψε αυτό»
Τα λόγια της με χτυπάνε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτόματα τα μάτια μου κλείνουν και εκείνο το γνωστό πλέον σφίξιμο στην καρδιά επανέρχεται. Ώρες ώρες θέλω τόσο πολύ να την κοιτάξω μέσα στα μάτια και να της πω την αλήθεια, να της δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, να την κάνω να με καταλάβει, να δει ότι εγώ.... γαμώτο, σκέφτομαι ανοησίες.
«καταλαβαίνω την ένταση σου. Όλα σου έρχονται μαζεμένα, όμως Αχιλλέα...»
Κάνει παύση και σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει κατά πρόσωπο.
«θέλω να ξέρεις ότι είμαι εδώ, δίπλα σου, να παλεύω μαζί σου και στις χαρές και στις λύπες»
Αυτούς τους όρκους τους χρησιμοποιεί πολύ συχνά για κάποιον λόγο. Τα χείλη μου αγγίζουν το μέτωπο της, αφήνοντας ένα ευλαβικό φιλί.
«πάμε πίσω»
Λέω, χαμηλώνοντας ξανά το βλέμμα μου στο πρόσωπο της. Το χαμόγελο φτάνει μέχρι τα αυτιά της, αποκαλύπτοντας αυτά τα δυο μικρά λακκάκια. Αφήνω άλλο ένα φιλί στο μέτωπο της και μετά περνάω το χέρι μου γύρω από τους ώμους της. Όλα καλά μέχρι εδώ, να δω όμως πως θα ξεμπλέξω από την Εύα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Βρέχει αστέρια
Kurgu OlmayanΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.