Το ίδιο βράδυ, βρίσκομαι στον κήπο του σπιτιού, ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω στο κατά πράσινο γρασίδι, να διαβάζω ένα από τα βιβλία του αγαπημένου μου συγγραφέα. Μενέλαος Λουντέμης: οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο γλυκός μπορεί να γίνεις ένας συγγραφέας. Κάθε του πρόταση μοιάζει τόσο ταιριαστή, τόσο αληθινή.
«Κατερίνα;»
Η φωνή της μαμάς μου με κάνει να γυρίσω το κεφάλι, ώστε να την κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου.
«μην ξαπλώνεις κάτω, θα κρυώσεις»
«μην ανησυχείς μαμά, δεν παθαίνω τίποτα»
Απαντάω, στρέφοντας ξανά την προσοχή μου στο βιβλίο.
«τι διαβάζεις;»
Ρωτάει, ενώ παράλληλα ακούω τα βήματα της να με πλησιάζουν.
«οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»
Απαντάω, χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου. Βλέπω όμως την σκιά της να απλώνεται δίπλα μου.
«το γόνατο σου πονάει;»
«όχι, τώρα είμαι πολύ καλύτερα»
Το ιώδιο έκανε καλά την δουλειά του. Επίσης πρέπει να αναφέρω ότι δεν τους είπα την αλήθεια για το ατύχημα μου. Βασικά, τους τα είπα όλα, απλά έβγαλα το κομμάτι της γνωριμίας μου με τον Αχιλλέα Μαυρίδη.
«το φαγητό πάντως είναι έτοιμο, αν θέλεις... μπορείς να έρθεις μέσα»
Με ενημερώνει, πριν φύγει από κοντά μου. Γυρίζω το κεφάλι, για να δω την πλάτη της. Δεν ξέρω τι έχει πάθει τις τελευταίες μέρες, πάντως δεν φαίνεται και πολύ καλά. Ξαπλώνω ανάσκελα πάνω στο γρασίδι, κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό. Απόψε έχει ξαστεριά. Πόσο θα θελα να είχα ένα τηλεσκόπιο, να τα παρατηρήσω καλύτερα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο όμορφο θέαμα από αυτό. Οι σκέψεις μου ταξιδεύουν σε άγνωστους τόπους, πατώντας σε ένα ξένο έδαφος, κοιτώντας ένα νέο πρόσωπο, με καστανά μάτια και σαρκώδη χείλη. Δεν έχω αντικρίσει πιο άγρια ομορφιά σε έναν άνθρωπο. Στο χωριό όλα τα αγόρια μου φαίνονται σχεδόν ίδια, ίσως φταίει το γεγονός ότι μεγάλωσα μαζί τους και τους ξέρω, ίσως πάλι φταίει το γεγονός ότι το μυαλό τους βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν ξέρω, πάντως ο Αχιλλέας Μαυρίδης τριγυρνά στις σκέψεις μου, κάνοντας κάπως επικίνδυνη πλέον την παρουσία του. Ίσως ψάξει για το όνομα μου, από περιέργεια, ίσως όμως και να με ξεχάσει. Δεν ξέρω τι από τα δύο θα συμβεί. Μαζεύω το βιβλίο μου και πηγαίνω σιγά σιγά στο τραπέζι της κουζίνας για να δειπνήσω μαζί με την οικογένεια μου.Την επόμενη μέρα, μιας και είναι Κυριακή, πηγαίνουμε μαζί με την μαμά στην εκκλησία. Αυτό έχει γίνει κάτι σαν συνήθειο πλέον. Μόλις τελειώνει η λειτουργία, βγαίνουμε από την εκκλησία.
«απορώ που βρίσκεται αυτός ο πατέρας σου»
Εκπλήσσομαι καθώς ακούω την πρόταση της. Ποτέ ως τώρα δεν έχει μιλήσει τόσο... απότομα για τον μπαμπά, η για τον οποιονδήποτε.
«τι τον θέλεις τώρα; αφού εμείς έχουμε το αυτοκίνητο»
«τον θέλω... κάτι»
Απαντάει ενώ βγάζει το κινητό από την τσάντα της. Τι ξαφνική μανία είναι τώρα αυτή με τον μπαμπά; Συνήθως δεν τον ψάχνει καθόλου, επειδή όλοι ξέρουμε ότι όλη την ημέρα του την περνάει στο συνεργείο. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν εδώ.
«που είσαι;»
Ο τόνος της μάνας μου ακούγεται απότομος.
«μόλις τελείωσε η λειτουργία»
Συνεχίζει, κάπως πιο ήπια αυτή την φορά. Υποθέτω ότι άκουσε αυτό που ήθελε να ακούσει. Ξαφνικά το βλέμμα της στρέφεται ερωτηματικά επάνω μου.
«ποιος ρωτούσε για την Κατερίνα;»
Νιώθω το σώμα μου να μουδιάζει μόλις ακούω το όνομα μου.
«καλά, θα τα πούμε στο σπίτι»
Λέει και μετά το κλείνει.
«τι έγινε;»
Ρωτάω, φανερά ανήσυχη. Εκείνη με κοιτάζει με εκείνο το αυστηρό ύφος της μάνας, που σε κατηγορεί με το βλέμμα της.
«μήπως έχεις κάτι να μου πεις;»
Δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη που μου προκαλεί το ερώτημα της.
«σαν τι δηλαδή;»
«ο πατέρας σου λέει πως ένας άντρας πέρασε από το συνεργείο και ρωτούσε για σένα»
Το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν στον Αχιλλέα. Αλλά απορώ, πως δεν τον κατάλαβε ο μπαμπάς; τόσο πολύ άλλαξε πια;
«σε ξανά ρωτάω λοιπόν, μήπως έχεις να μου πεις κάτι;»
Η μάνα μου έχει περάσει στην απευθείας επίθεση, άρα και γω πρέπει να αμυνθώ.
«δεν καταλαβαίνω που είναι το κακό. Ένας άγνωστος ρώτησε για μένα, και;»
«Κατερίνα, έτσι και έχεις προχωρήσει με κανένα αγόρι, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα»
Η μάνα μου δεν είναι υπέρ της εξωσυζυγικής σχέσης. Φυσιολογικό το βρίσκω, αυτά της έμαθε ο παππούς μου, αυτά διδάσκει τώρα και σε μένα. Μόνο που δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να αποδεχτώ τέτοιου είδους απόψεις. Αν και ως τώρα... δεν τόλμησα να κάνω σχέση με κάποιον, ούτε καν με τον Χρήστο, που έλεγε ότι θα με παντρευτεί από την τρίτη δημοτικού.
«δεν έχω τίποτα και με κανέναν»
«πρόσεξε λοιπόν να μην μάθω κάτι που δεν πρέπει»
Με προειδοποιεί πριν μπει μέσα στο αυτοκίνητο. Την ακολουθώ κατά πόδας, με ένα χαμόγελο να παλεύει να απλωθεί στα χείλη μου. Βρήκε τον τρόπο τελικά, μόνο που αυτός ο τρόπος δεν είναι και τόσο ασφαλής για εμένα. Αν η μάνα μου υποψιαστεί ότι υπάρχει άντρας στην μέση, τότε θα γίνουν πολύ σκούρα τα πράγματα. Ειλικρινά, πιστεύω ότι ο πατέρας μου μπορεί να αντιδράσει πιο ήρεμα από την μάνα μου.Το ίδιο βράδυ, καθόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι, τρώγοντας ψάρια μαζί με πατάτες. Η μάνα μου δεν έχει σταματήσει να με στραβοκοιτάζει σήμερα, λες και περιμένει να κάνω κάποια λάθος κίνηση ώστε να μου ορμήξει. Ο πατέρας μου από την άλλη δείχνει εντελώς εκτός τόπου.
«Ουρανία, μου φέρνεις λίγο το αλάτι σε παρακαλώ;»
Η μαμά του το δίνει, χωρίς να πει κουβέντα. Ούτε που τον κοίταξε καλά καλά. Μου φαίνεται πολύ βαρύ το κλήμα στο αποψινό τραπέζι.
«τι έγινε ρε κορίτσια; από την ώρα που γύρισα, κιχ δεν βγάλατε. Τι πάθατε;»
«ρώτα την κόρη σου καλύτερα, που έρχονται οι αγαπητικοί της στο συνεργείο»
Μόλις τώρα η μάνα μου πέταξε το πρώτο της καρφάκι.
«δεν τον ήξερα καν τον άνθρωπο. Σταμάτα να με κατηγορείς χωρίς λόγο»
Αμέσως το άγριο βλέμμα της καρφώνεται στο δικό μου, δημιουργώντας ένα ρίγος φόβου στην ραχοκοκαλιά μου.
«και τότε πως ήξερε που βρίσκεται το συνεργείο; ο πατέρας σου είπε ότι δεν τον έχει ξαναδεί στο χωριό»
Τώρα ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω, να τους πω τα αληθινά γεγονότα σε σχέση με το ατύχημα μου; η να προσθέσω κι άλλα ψέμματα; Η μάνα μου λέει ότι τα ψέμματα είναι αμαρτία. Να πάρει, το κεφάλι μου θα εκραγεί με τόσες σκέψεις.
«Ουρανία, η κόρη μας δεν είναι μωρό. Τα είκοσι δύο κοντεύει»
«ναι, και θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με τις δουλειές του σπιτιού, και όχι να ψάχνει για γαμπρό!»
Πετάει κάπως φωναχτά, προκαλώντας μου θυμό. Αφήνω με ψυχραιμία το πιρούνι μου στο πιάτο, πριν υψώσω αποφασιστικά το βλέμμα μου στο πρόσωπο της.
«πρώτον, δεν έψαξα ποτέ για κανέναν γαμπρό. Το μόνο που σου ζήτησα, ήταν να με αφήσεις να σπουδάσω, η έστω να βρω μια δουλειά μέσα στο χωριό»
«και που θα δούλευες, ε; στα καφενεία; να σε γλυκοκοιτάζουν όλοι οι άντρες του χωριού;»
Σφίγγω με δύναμη τα δόντια μου, ώστε να μην πω όλα όσα θέλω να της πω. Κάθε φορά που κάνουμε αυτή την συζήτηση περί δουλειάς, καταλήγουμε πάντα στο ίδιο αδιέξοδο.
«ανάθεμα αυτό το πείσμα σου, αναθεμα!»
Πετάω με αγανάκτηση, πριν σηκωθώ από την καρέκλα μου.
«που πας;»
«μου κόπηκε η όρεξη»
Απαντάω καθώς κάνω μεταβολή για να πλησιάσω τις ξύλινες σκάλες. Μόλις μπαίνω μέσα στο δωμάτιο μου, κλειδώνω την πόρτα και μετά πέφτω στο στρώμα του κρεβατιού. Δεν μπορεί μια φορά να μου χει εμπιστοσύνη; τι λάθος έχω κάνει και με αντιμετωπίζει έτσι; Αυτό που με εκνευρίζει, είναι που δεν αντιδράει ο πατέρας μου. Ενώ είναι με το μέρος μου, δεν τολμά ποτέ να φέρει κάποια αντίσταση στην μάνα μου. Αφήνω μια μεγάλη ανάσα να ξεφύγει από μέσα μου, καθώς κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Κάποια μέρα όμως θα βγω από δω μέσα, θα καταφέρω να γίνω μια ανεξάρτητη γυναίκα, που θα εργάζεται και θα στέκεται στα δικά της πόδια. Αυτό είναι το όνειρο μου λοιπόν, να γίνω ανεξάρτητη.
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.