Κατερίνας POV
Ξυπνάω, έπειτα από ένα παράξενο θα έλεγα όνειρο. Να πάρει, κατάφερα να κοιμηθώ μονάχα μία ώρα. Το κεφάλι μου είναι βαρύ από την έλλειψη ύπνου. Ανοίγω τα μάτια, για να αντικρίσω την θολή εικόνα του προσώπου του. Είναι εδώ; πότε ήρθε; Νιώθω ένα απαλό άγγιγμα στο μάγουλο μου.
«γιατί κοιμήθηκες εδώ;»
Ρωτάει σιγανά, με τα δάχτυλα του να σέρνονται αργά στο δέρμα μου. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα μάτια μου, για να σιγουρευτώ ότι βλέπω καλά.
«τι ώρα γύρισες;»
Αντιγυρίζω, αποφεύγοντας την δική του ερώτηση.
«δύο τα μεσάνυχτα»
Εκπλήσσομαι που μου απάντησε με τόση άνεση. Το χέρι του μετακινείται στα μαλλιά μου, διώχνοντας μερικές τούφες από το πρόσωπο μου.
«με περίμενες;»
Ρωτάει, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Δεν φαίνεται να έχει επανέλθει στον φυσιολογικό Αχιλλέα που ξέρω. Αυτός ο άντρας που βρίσκεται καθισμένος αυτή την στιγμή δίπλα μου στον καναπέ, είναι εντελώς απόμακρος, εντελώς ψυχρός.
«θα συνεχίσεις να έχεις αυτό το λακωνικό ύφος;»
Ρωτάω, διώχνοντας επίτηδες το χέρι του από τα μαλλιά μου. Τα μάτια του κλείνουν, δείχνοντας έτσι την αγανάκτηση του.
«απόψε μας σκεφτόμουν»
Πετάει ξαφνικά, προκαλώντας μου σοκ.
«τι εννοείς μας σκεφτόσουν;»
«εμάς ρε Κατερίνα, τον γάμο μας, εσένα, εμένα, όλα»
Λέει, ανεμίζοντας το χέρι του, δίνοντας έτσι περισσότερη έμφαση στα λόγια του. Ανακάθομαι στον καναπέ, χωρίς να απομακρύνω στιγμή το βλέμμα μου από πάνω του.
«και που κατέληξες;»
Ρωτάω, δείχνοντας ψυχρή. Για πρώτη φορά μετά από τόσες ώρες, τον βλέπω να με κοιτάζει με εκείνο το κουταβίσιο του βλέμμα. Υποθέτω ότι ο Αχιλλέας μου έχει αρχίσει να επιστρέφει σε εμένα, σε εμάς.
«Κατερίνα, είμαστε μονάχα πέντε μήνες μαζί, αλλά θέλω να ξέρεις πως....»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση του, με τα χέρια του να σκεπάζουν τα δικά μου. Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθεί να μου πει. Τα λόγια του ακούγονται όμορφα, γλυκά, όμως η έκφραση στο πρόσωπο του με μπερδεύει.
«θέλω να ξέρεις πως εγώ....»
Κάνει μια προσπάθεια να ολοκληρώσει, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέρνει. Τι σου συμβαίνει Αχιλλέα μου; Ξαφνικά, ακούγεται το τηλέφωνο του.
«γαμώτο»
Σφυρίζει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του καθώς βγάζει την συσκευή από την τσέπη του τζιν του. Μένω σιωπηλή, κοιτάζοντας τον προσεκτικά.
«ναι»
Γρυλίζει μόλις τοποθετεί το τηλέφωνο στο αυτί του. Ο θυμός του όμως εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως. Κακό σημάδι αυτό.
«και που είναι τώρα;»
Ρωτάει, δείχνοντας ξαφνικά σοκαρισμένος.
«εντάξει Χαρά, ερχόμαστε τώρα»
Συνεχίζει και μετά τερματίζει την κλήση. Τον κοιτάζω ερωτηματικά.
«τι έγινε;»
«ο πατέρας μου, βρίσκεται στο νοσοκομείο»
Σαστίζω μόλις ακούω την ανακοίνωση του.
«γιατί; τι έπαθε ο κύριος Ανέστης;»
«έμφραγμα»
Απαντάει, κοιτώντας ψυχρά το πάτωμα. Νομίζω πως έχει πανικοβληθεί. Τον αγαπάει τον κύριο Ανέστη, αλλά δεν του το δείξε ποτέ. Για κάποιον μυστήριο λόγο, ο Αχιλλέας φαινόταν πάντοτε απόμακρος από τον πατέρα του. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον αγαπάει.
«πρέπει να φύγουμε»
Πετάω καθώς σηκώνομαι από τον καναπέ για να τρέξω στην κρεβατοκάμαρα μας. Πρέπει να αλλάξω γρήγορα, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Ξαφνικά, βλέπω τον Αχιλλέα να στέκεται στην είσοδο, κοιτάζοντας με μπερδεμένος.
«θα έρθεις μαζι μου;»
Η ερώτηση του με κάνει να παγώσω για μερικά δευτερόλεπτα.
«δεν σε αφήνω μόνο σου!»
Αποκρίνομαι, δίνοντας του το τελεσίγραφο μου. Με γρήγορες κινήσεις, αλλάζω σε ένα τζιν και μια μπλούζα.
«πάμε;»
Ρωτάω, ενώ τώρα στέκομαι μπροστά του.
«ναι, πάμε»
Μουρμουρίζει, δείχνοντας χαμένος για λίγο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καταλαβαίνω. Μπορεί να μην έχω περάσει μια παρόμοια κατάσταση με τους γονείς μου, αλλά για κάποιον μυστήριο λόγο νομίζω ότι μπορώ να τον αισθανθώ.... να τον καταλάβω.Αχιλλέας POV
Μόλις φτάνουμε στον διάδρομο όπου νοσηλεύεται, βλέπω την θεία μου την Χαρά να κάθεται σε μια από τις πλαστικές καρέκλες, κρατώντας το βλέμμα της χαμηλά. Αυτόματα το στομάχι μου δένεται κόμπος.
«θεία;»
Ρωτάω, την στιγμή που φτάνουμε κοντά της. Το κεφάλι της σηκώνεται απότομα, ώστε να μας αντικρίσει.
«ήρθατε!»
«δεν υπήρχε περίπτωση να μην έρθουμε. Πως είναι ο κύριος Ανέστης;»
Αποκρίνεται η Κατερίνα, πιάνοντας με ευλάβεια τα χέρια της θείας μου.
«οι γιατροί λένε πως η κατάσταση του είναι σταθερή, για την ώρα»
«θα το γλιτώσει;»
Πετάω, χωρίς καν να το επεξεργαστώ μέσα στο μυαλό μου. Η θεία μου στρέφει το παγερό της βλέμμα στο πρόσωπο μου.
«ελπίζω πως ναι»
Ρουθουνίζω ειρωνικά μόλις ακούω την απάντηση της. Ελπίδες. Πόσο εύκολο να το λέει. Εγώ όμως θέλω μια ξεκάθαρη απάντηση, θα γίνει ο πατέρας μου καλά; η όχι;
«που είναι ο γιατρός;»
«τι θα τον κάνεις;»
Με ρωτάει η Χαρά.
«θέλω να τον ρωτήσω για την κατάσταση του»
«αφού σου είπα ότι είναι σταθερή»
Το άγριο βλέμμα μου στρέφεται στο πρόσωπο της.
«δεν μου φτάνει αυτό»
Οι λέξεις σέρνονται μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου. Εκείνη κατεβάζει το κεφάλι, περισσότερο από αγανάκτηση παρά από φόβο.
«κάνε ότι θες»
Μουρμουρίζει, δείχνοντας την απογοήτευση της προς το πρόσωπό μου. Δεν έχω όρεξη να ασχοληθώ τώρα μαζί της. Βασικά, είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελα να ασχοληθώ αυτή την στιγμή. Βαδίζω με μεγάλες δρασκελιές ως το ασανσέρ, ώστε να κατέβω στο ισόγειο. Εκείνη την στιγμή όμως, βλέπω τις πόρτες να ανοίγουν και εκείνη να ξεπροβάλλει σαν από μηχανής θεός. Η καλύτερα... σαν τιμωρία.
VOUS LISEZ
Βρέχει αστέρια
Non-FictionΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.