Έδωσες τον λόγο σου!

741 70 41
                                    

Αχιλλέας POV

Σταματάω το αυτοκίνητο στο γκαράζ του σπιτιού. Είμαι αποφασισμένος, θα της μιλήσω τώρα, για όλα. Μόλις βγαίνω έξω, παρατηρώ μια γνώριμη σιλουέτα να διασχίζει το πέτρινο δρομάκι της αυλής που οδηγεί στην εξώπορτα. Νομίζω πως αυτή είναι η πεθερά μου. Μπορεί να την έχω δει λίγες φορές, αλλά δεν την έχω ξεχάσει. Τι να ήθελε άραγε αυτή εδώ; Ξαφνικά, ακούω έναν παράξενο θόρυβο να προέρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού. Η Κατερίνα! Ένα αίσθημα ανησυχίας χτυπάει αυτόματα την καρδιά μου. Τρέχω ως το εσωτερικό του σπιτιού, για να βρω την Κατερίνα να στέκεται στην μέση του σαλονιού, κρατώντας το κεφάλι της στα χέρια της. Γαμώτο μου, τι έγινε εδώ;
«Κατερίνα;»
Αναφωνώ μόλις φτάνω κοντά της. Γυρίζει το σώμα της απότομα, με αποτέλεσμα τα βλέμματα μας να συναντηθούν. Μαρμαρώνω μόλις βλέπω τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της.
«τι έπαθες Κατερίνα; γιατί είσαι έτσι;»
«δεν ξέρεις;»
Πετάει, με τον τόνο της να υποβόσκει κάτι το επικίνδυνο. Ασυναίσθητα, κάνω ένα βήμα πίσω.
«Κατερίνα, πες μου τι έγινε»
Προσπαθώ να πάρω το σκληρό μου ύφος, αλλά μου είναι τόσο δύσκολο. Τα χείλη της γίνονται μια λεπτή, βλοσυρή γραμμή.
«εσύ φταις για αυτό ρε. Εσύ και μόνο εσύ»
Αρχίζει να ουρλιάζει, χτυπώντας με με τις γροθιές της στο στήθος μου.
«εσύ με έκανες έτσι»
Συνεχίζει, ενώ τα χτυπήματά της γίνονται πλέον ανεξέλεγκτα. Γαμώτο μου! Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σώμα της, κλείνοντας την στην αγκαλιά μου.
«άσε με, άσε με!»
Φωνάζει, προσπαθώντας να ξεφύγει από την αγκαλιά μου.
«σσσς, ηρέμησε»
Ψιθυρίζω, με τα δάχτυλα μου να χαϊδεύουν τα μαύρα μαλλιά της. Κάνει κάποιες ακόμη προσπάθειες για να μου ξεφύγει, αλλά τελικά τα παρατάει.
«με πνίγεις»
Τα μάτια μου κλείνουν απότομα μόλις ακούω την δήλωση της. Ακουμπάω το πιγούνι μου στην κορυφή του κεφαλιού της, σφίγγοντας την λίγο περισσότερο στην αγκαλιά μου.
«και εσύ με καταστρέφεις»
Αποκρίνομαι σιγανά. Εκείνη την στιγμή, νιώθω τα χέρια της να αγγίζουν διστακτικά την πλάτη μου, καθώς το κορμί της αρχίζει να ηρεμεί στα χέρια μου. Φιλάω τα μαλλιά της, εισπνέοντας το άρωμα της. Φράουλα.
«να ξερες πόσο με βασανίζεις Κατερίνα... μόνο να ξερες»
Ψελλίζω, κρατώντας κλειστά τα μάτια μου. Νιώθω την ανάσα της να αγγίζει τον λαιμό μου, τα χέρια της να ανεβαίνουν στις ωμοπλάτες μου. Τι συμβαίνει; γιατί ανατριχιάζω; τι μου προκαλεί επιτέλους αυτή η γυναίκα!
«έχεις ριζώσει βαθιά μέσα μου»
Προσθέτω και μετά αφήνω ένα φιλί στο μέτωπο της.
«κράτησε με»
Ψιθυρίζει με σπασμένη φωνή. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι, ειλικρινά. Και για όλα φταίω εγώ! Την λικνίζω μαλακά μέσα στην αγκαλιά μου, ανοίγοντας επιτέλους τα μάτια μου.
«ηρέμησε κορίτσι μου»
Λέω χαμηλόφωνα, φιλώντας την ξανά κορυφή του κεφαλιού της. Θεέ μου, όλο μου το κορμί βρίσκεται σε ένταση αυτή την στιγμή. Η αδρεναλίνη και ο φόβος με έχουν καταβάλει τόσο πολύ, που έχω ξεχάσει τι ήθελα να της πω.
«συγγνώμη... συγγνώμη...»
Λέει παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες. Πιάνω μαλακά το πρόσωπο της στα χέρια μου, ανασηκώνοντας αργά το κεφάλι της. Μόλις το βλέμμα μου ενώνεται με το δικό της, αισθάνομαι έναν δυνατό ηλεκτρισμό να σαρώνει την ραχοκοκαλιά μου. Και τότε είναι που αισθάνομαι πραγματικά τις τύψεις να με κυριεύουν. Τι σου έχω κάνει Κατερίνα; πως τόλμησα; Θεέ μου, είμαι πραγματικά απαίσιος. Δεν αξίζω ούτε μία της ματιά.
«έλα, πάμε να ξαπλώσεις»
Λέω καθώς την σηκώνω στην αγκαλιά μου. Εκείνη δεν φέρνει καμία αντίρρηση. Περπατάω στην κρεβατοκάμαρα μας και νιώθω λες και κρατάω πούπουλο στα χέρια μου παρά άνθρωπο. Δεν τρώει καθόλου. Ακόμη και για αυτό εγώ φταίω. Έχω απορία όμως... τι στο καλό έγινε με την μάνα της; τι μπορεί να της είπε που να την αναστάτωσε τόσο πολύ; λες να ήξερε για το σχέδιο μας με την Εύα; Όχι, αυτό δεν γίνεται, με τίποτα.
«ηρέμησε»
Μουρμουρίζω καθώς την αφήνω μαλακά πάνω στο στρώμα. Την σκεπάζω με το πάπλωμα και μετά κάνω μεταβολή για να φύγω.
«σε παρακαλώ...»
Πετάει ξαφνικά, αρπάζοντας ταυτόχρονα το χέρι μου. Γυρίζω το κεφάλι για να την κοιτάξω.
«μη φύγεις»
Αυτό ακούγεται σαν παράκληση. Για μερικά λεπτά στέκομαι εντελώς μαρμαρωμένος, να κοιτάζω έντονα το χέρι της. Έκανα μια συμφωνία με την Εύα, και θα την τηρήσω. Η Κατερίνα θα φύγει για πάντα από την ζωή μου, θα της δώσω μια καλή επιταγή και φυσικά θα πληρώσω την σχολή της μέχρι που να τελειώσει, αλλά κάτι δεν μου κολλάει πάλι. Κοιτάζω το πρόσωπο της. Τα γαλανά της μάτια με ικετεύουν να μείνω εδώ, μαζί της. Αισθάνομαι τόσο αδύναμος μπροστά σε αυτά τα μάτια.
«θα μου κάνεις λίγο χώρο τότε»
Μετακινείται στην άλλη άκρη του κρεβατιού, επιτρέποντας μου να ξαπλώσω δίπλα της. Μόλις ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, αμέσως τρυπώνει στην αγκαλιά μου.
«σε ευχαριστώ»
Ψελλίζει σχεδόν άψυχα, άτονα. Όχι, αυτή δεν είναι η Κατερίνα που έχω συνηθίσει. Αυτή δεν είναι η χαρούμενη κοπέλα που παντρεύτηκα πριν από μόλις πέντε μήνες. Ασυναίσθητα τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σώμα της, φέρνοντας την όσο πιο κοντά μου γίνεται. Κλείνω τα μάτια, αφήνοντας αυτό το παράξενο αίσθημα να κατακλύσει το είναι μου. Είχα ξεχάσει πως είναι να την έχω κοντά μου, να την κρατάω στην αγκαλιά μου, να την φιλάω, να την αγαπάω. Να την αγαπάς; τι λες Αχιλλέα; Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα για να αντικρίσουν τον απέναντι τοίχο. Τι ήταν αυτό; είπα ότι την αγαπάω; βασικά, το σκέφτηκα; για ποιον λόγο; Κοιτάζω το πρόσωπο της. Τα μάτια της έχουν κλείσει πλέον, και η πλάτη της ανεβοκατεβαίνει αργά, ρυθμικά. Κοιτάζω ψηλά στο ταβάνι, ψάχνοντας έστω και λίγη λογική μέσα σε όλο αυτό το χάος των σκέψεων μου. Αυτή η ιστορία με έχει μπερδέψει. Δεν ξέρω πια ποιος είμαι που πατάω, ούτε καν σε ποιον πλανήτη βρίσκομαι. Ξαφνικά, νιώθω το τηλέφωνο μου να δονείται στην τσέπη του τζιν μου. Με μερικές προσπάθειες, καταφέρνω να το βγάλω από εκεί. Μόλις βλέπω το όνομα της, αισθάνομαι έναν κόμπο στο στομάχι μου.

Εύα:
Όλα εντάξει; της μίλησες; έφυγε από το σπίτι;

Τι να της απαντήσω τώρα; ότι την βρήκα σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ότι προσπαθώ να την βοηθήσω; Δεν θα καταλάβει, το ξέρω. Για κάποιον λόγο η Εύα είναι αδίστακτη απέναντι στην Κατερίνα; λες και είναι ο μεγαλύτερος της εχθρός κάνει. Ξέρω όμως ότι στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Αυτό δεν κατάφερε να δει ο πατέρας μου στην Εύα, την καλοσύνη της, αυτό που επιλέγει συνειδητά να κρύβει από τον έξω κόσμο. Πληκτρολογώ μια σύντομη απάντηση.

Αχιλλέας:
Δεν γίνεται, όχι ακόμη.

Το μήνυμα της έρχεται πολύ πιο γρήγορα από όσο νόμιζα.

Εύα:
Τι εννοείς δεν γίνεται; μη μου τα αλλάζεις τώρα! Μου έδωσες τον λόγο σου!

Γαμώτο, το ξέρω. Δεν ήταν μέσα στα σχέδια μου να το αλλάξω όλο αυτό. Κάνω να πληκτρολογήσω, αλλά ξαφνικά ακούγεται το κουδούνι του σπιτιού. Ποιος είναι τώρα; Η Κατερίνα τινάζεται από την αγκαλιά μου.
«τι έγινε;»
«κάποιος χτυπάει. Μην ανησυχείς, θα τον διώξω αμέσως»
Λέω, μα την στιγμή που ανακάθομαι, ακούω την γνώριμη φωνή της να ηχεί έξω από το σπίτι.
«Αχιλλέα, άνοιξε μου! Άνοιξε!»
Το βλέμμα μου στρέφεται στο πρόσωπο της Κατερίνας. Δείχνει περισσότερο απορημένη παρά φοβισμένη. Τι να κάνω τώρα; πως να το διορθώσω όλο αυτό;

Βρέχει αστέριαWhere stories live. Discover now