Μαθαίνοντας εσένα

935 80 17
                                    


Δευτέρα.

Καθόμαστε σε εκείνη την ερημική παραλία, μόνοι μας, κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα, και γλύφοντας από ένα χωνάκι παγωτού.
«ωραία είναι, αλλά αυτό το παγωτό ρε παιδί μου... λιώνει πολύ γρήγορα»
«τριάντα δύο βαθμούς έχουμε, φυσιολογικό το βρίσκω»
Αποκρίνομαι, κοιτάζοντας τον με την άκρη του ματιού μου. Το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που σχηματίζεται αργά στα χείλη του, μου δίνει να καταλάβω πως πρέπει να προετοιμαστώ για τα πειράγματα που προβλέπονται να έρθουν.
«αυτό το έξυπνο στοματάκι σου»
Μουρμουρίζει καθώς τσιμπάει το μάγουλο μου, κάνοντας με να χαμογελάσω.
«είναι ένας λόγος για να μου αρέσεις»
Προσθέτει, με την ευθυμία να λάμπει στα βάθη των ματιών του. Το χαμόγελο παγώνει στο πρόσωπο μου. Του αρέσω; άκουσα καλά; αυτό είπε;

Τρίτη.

Ξαπλώνω κάτω στο γρασίδι, κοιτάζοντας ψηλά στα αστέρια. Το τηλέφωνο βρίσκεται ανοιχτό δίπλα από το αυτί μου, ώστε να ακούω την φωνή του. Το πλατύ χαμόγελο δεν λέει να με εγκαταλείψει αυτές τις μέρες.
«ξάπλωσες;»
Τον ρωτάω, ώστε να αποσπάσω το μυαλό μου από τις επερχόμενες σκέψεις μου.
«ναι. Πω πω, έχει πολλά αστέρια απόψε, ε;»
Το σχόλιο του με κάνει να γελάσω πνιχτά.
«βλέπεις την μικρή άρκτος;»
«νομίζω πως ναι»
Ακούω καθαρά την αμφιβολία στον τόνο της φωνής του.
«τον πολικό αστέρα;»
«είναι αυτό το αστέρι που λάμπει πολύ έντονα;»
Ρωτάει, κάνοντας με να γελάσω κανονικά αυτή την φορά.
«ναι»
«χμμ, νομίζω πως πρέπει να το βρήκα»
«στα αρχαία χρόνια, τα αστέρια καθοδηγούσαν τους ναυτικούς για να βρουν τον προορισμό τους»
Για μερικά λεπτά μένει σιωπηλός, δίνοντας μου την εντύπωση ότι μπορεί να το έχει κλείσει.
«πρέπει κάποια στιγμή να κοιτάξουμε μαζί τα αστέρια, να μου τα αναλύσεις όλα με κάθε λεπτομέρεια»
Η απάντηση του με κάνει να χαμογελάσω μέχρι τα αυτιά. Ίσως γίνει και αυτό κάποια στιγμή.

Τετάρτη.

Πηδάω από τα κάγκελα της αυλής μας, ώστε να βρεθώ έξω από τον φράχτη.
«κοιμήθηκαν οι γονείς σου;»
«ναι, είμαστε ελεύθεροι για μία ώρα τουλάχιστον»
Απαντάω, χαρίζοντας του ένα πλατύ χαμόγελο. Ξαφνικά, σηκώνει το χέρι του, δείχνοντας μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
«για σένα»
Λέει, τείνοντας το χέρι του προς το μέρος μου. Τον κοιτάζω σχεδόν σοκαρισμένη από την κίνηση του. Κανένας πριν δεν μου έχει προσφέρει λουλούδι.
«είναι πολύ όμορφο»
Μουρμουρίζω, κοιτώντας με λατρεία τα κόκκινα πέταλα.
«ήταν τόσο συγκινητικό;»
Ρωτάει, παίρνοντας παράλληλα το χέρι μου στο δικό του. Με ξαφνιάζει η κίνηση του, αλλά αποφασίζω να μην του το δείξω.
«αν είναι να σου προσφέρω πιο συχνά λουλούδια»
Προσθέτει, έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μετά κάνω μια γενναία προσπάθεια να του χαμογελάσω.
«απλώς η κίνηση σου ήταν πολύ όμορφη. Σε ευχαριστώ»
Λέω σιγανά. Εκείνος ακουμπάει το χέρι του στο πιγούνι μου, ανασηκώνοντας μαλακά το κεφάλι μου, ώστε να τον κοιτάξω.
«δεν υπάρχει λόγος, δεν έκανα κάτι το σπουδαίο»
«κι όμως, έκανες»
Αποκρίνομαι σχεδόν ψιθυριστά. Νομίζω ότι από στιγμή σε στιγμή θα βάλω τα κλάματα. Να πάρει, δεν θέλω να του δείξω από τώρα την ευαίσθητη πλευρά μου.
«πάμε;»
Ρωτάω, ανακτώντας τον αυτοέλεγχο μου. Εκείνος χαμογελάει αδύναμα καθώς τα δάχτυλα του μπλέκονται με τα δικά μου. Σηκώνω ελαφρώς το κεφάλι για να τον ξανά κοιτάξω, αλλά ξαφνικά τα χείλη του φιλούν στα πεταχτά τα δικά μου, αφήνοντας με πραγματικά εμβρόντητη.
«πάμε»
Συμφωνεί και ουσιαστικά με τραβάει από το χέρι για να περπατήσω. Με φίλησε! Δεν το πιστεύω! Αυτό ήταν το πρώτο μας φιλί! Βέβαια, δεν είχε και μεγάλη διάρκεια, αλλά δεν παύει να είναι το πρώτο μας φιλί. Θεέ μου, θα εκραγώ από την χαρά μου!

Πέμπτη.

«μμμ, δεν έχω φάει πιο νόστιμο σάντουιτς στην ζωή μου»
Λέει ο Αχιλλέας την στιγμή που καθόμαστε στην ερημική μας παραλία. Υποθέτω ότι αυτό το μέρος έχει γίνει το μυστικό μας κρησφύγετο.
«έχεις καιρό να δοκιμάσεις βρόμικο, έτσι;»
Ρωτάω, έχοντας ένα χαμόγελο περηφάνιας στο πρόσωπο μου. Πάλι καλά που είχα την ιδέα να αγοράσουμε κάτι πρόχειρο να φάμε.
«αιώνες πες καλύτερα»
Απαντάει, παίρνοντας άλλη μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς του. Πρώτη φορά βλέπω κάποιον να τρώει με τόση όρεξη. Ίσως για κάποιους φαινόταν ντροπιαστικό, αλλά για εμένα φαίνεται αστείο. Ο Αχιλλέας μου φαίνεται αστείος, με την καλή έννοια φυσικά. Το βλέμμα του συναντά το δικό μου, κάνοντας το χαμόγελο μου ένα κλικ μεγαλύτερο.
«τι;»
Ρωτάει, δείχνοντας πραγματικά ανήξερος, σαν να μην καταλαβαίνει τι κάνει αυτή την στιγμή. Χαχανίζω.
«τίποτα»
Απαντάω τελικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα στο δικό μου σάντουιτς. Και τότε μου έρχεται η σκέψη ότι στην ουσία, δεν τον έχω ρωτήσει τίποτα για τον εαυτό του. Λοιπόν, έχω την ευκαιρία να το διορθώσω αυτό, αμέσως τώρα.
«δεν μου έχεις πει, εργάζεσαι κάπου;»
Περνάνε μερικά λεπτά ώσπου να μου απαντήσει.
«ναι, στο εργοστάσιο του πατέρα μου»
Σωστά, είχα ξεχάσει πως ο κύριος Ανέστης είχε ένα δικό του εργοστάσιο με υφάσματα στην Θεσσαλονίκη.
«να φανταστώ το δουλεύεις μόνος σου πλέον, έτσι;»
Ρωτάω, παίρνοντας μια μικρή μπουκιά από το σάντουιτς μου.
«ναι. Ο πατέρας μου δεν μπορεί να ασχοληθεί άλλο με τα θέματα του εργοστασίου, οπότε... τα έχω αναλάβει όλα εγώ»
Νομίζω πως ακούω μια νότα θλίψης στον τόνο της φωνής του. Γιατί; Γυρίζω το κεφάλι για να τον δω να κοιτάζει σχεδόν με θυμό το σάντουιτς του.
«εσύ; έχεις σπουδάσει; δουλεύεις;»
Κατάλαβα, αλλαγή πλεύσης. Αποφασίζω να αγνοήσω την έκφραση του και να απαντήσω στο ερώτημα του.
«όχι, δυστυχώς. Δεν είναι ότι δεν ήθελα, η μάνα μου δεν με άφησε»
Η δήλωση μου τον κάνει να κατσουφιάσει.
«γιατί;»
Ξεφυσάω.
«επειδή πιστεύει ότι η γυναίκα είναι για το σπίτι, και ο άντρας για την δουλειά. Παλιά μυαλά»
Απαντάω, με την απογοήτευση να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής μου.
«και ο πατέρας σου; τι λέει για αυτό;»
«ο πατέρας μου είναι πιο ανοιχτόμυαλος, πιο συζητήσιμος από την μητέρα μου»
Απαντάω, αφήνοντας το σάντουιτς πίσω στην σακούλα. Μ'αυτά και μ'αυτά... μου κόπηκε η όρεξη.
«θα ήθελες να σπουδάσεις;»
«πολύ. Αλλά και μια απλή δουλειά να έβρισκα, πάλι ευχαριστημένη θα ήμουν»
Εκείνος μένει σιωπηλός για λίγο, να με κοιτάζει με εκείνο το σκεπτικό του ύφος. Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω τώρα το μυαλό του. Μπορεί να μου φέρεται υπέροχα και να με κάνει να γελάω, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μου έχει επιτρέψει ως τώρα να τον καταλάβω. Ίσως επειδή είναι νωρίς, ίσως να μην αισθάνεται τόσο άνετα ώστε να μοιραστεί κάποιο δικό του μυστικό μαζί μου.
«πρέπει να το κοιτάξουμε»
Πετάει ξαφνικά, και μετά συνεχίζει να τρώει το σάντουιτς του, σαν να μην έγινε τίποτα. Τα λόγια του όμως μένουν ανάμεσα μας, σαν μετέωρη υπόσχεση. Τα επόμενα λεπτά, περνούν ήσυχα, με εκείνον να κοιτάζει χαμένος την θάλασσα και με μένα να κοιτάζω αυτόν.

Βρέχει αστέριαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora