Χριστούγεννα στο χωριό.
Κατερίνας POV«Αχιλλέα, έτοιμο το φαγητό!»
Φωνάζω για πολλοστή φορά, αλλά από ότι φαίνεται ο άντρας μου δεν θέλει να με ακούσει. Βαδίζω με γρήγορα βήματα προς το γραφείο του. Όπου να ναι θα έρθουν οι γονείς μας, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το οικογενειακό τραπέζι. Και είναι τόσο γάιδαρος, που με βοήθησε μόνο στο μαγείρεμα!
«δεν μπορώ να το κάνω αυτό τώρα»
Το χέρι μου σταματάει, πριν ακουμπήσει το χερούλι της πόρτας. Τι εννοεί με αυτό;
«δεν τελείωσε η προθεσμία που μου έδωσε»
Προθεσμία; ποια προθεσμία; για τι πράγμα μιλάει; και βασικά, σε ποιον μιλάει;
«αυτό ήταν το σχέδιο σου, αυτό ακολουθώ τώρα»
Υποθέτω ότι πρόκειται για κάποιο θέμα της δουλειάς του. Όλη την ημέρα αγωνιά για αυτό το εργοστάσιο. Χτυπάω απαλά την πόρτα, πριν την ανοίξω για να μπω μέσα.
«το φαγητό είναι έτοιμο»
Του ανακοινώνω, παρακολουθώντας τον να κλείνει κάπως βιαστικά θα έλεγα το τηλέφωνο του.
«έρχομαι σε πέντε λεπτά ακριβώς!»
Απαντάει, χαρίζοντας μου ένα σύντομο χαμόγελο, πριν στρέψει την προσοχή του στην οθόνη του υπολογιστή. Κάνω να κλείσω την πόρτα, αλλά τελευταία στιγμή το μετανιώνω. Στην τελική άντρας μου, έχω το δικαίωμα να κάνω ότι θέλω μαζί του. Βαδίζω γρήγορα προς το μέρος του και κάθομαι στα γόνατα του.
«Κατερίνα!»
Αναφωνεί, φανερά σοκαρισμένος από την κίνηση μου.
«τι;»
Ρωτάω, και μετά αφήνω ένα φιλί στα χείλη του.
«μου αρέσει αυτό που κάνεις»
Μουρμουρίζει, έχοντας πλέον ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπο του.Καρναβάλια.
Τραβάω τον Αχιλλέα από το χέρι, φέρνοντας τον ανάμεσα στον κόσμο.
«βρε μωρό μου, γιατί μας το κάνεις τώρα αυτό;»
Γκρινιάζει ξανά, δείχνοντας καθαρά την αγανάκτηση του.
«έλα βρε Αχιλλέα μου, σταμάτα να είσαι τόσο μίζερος»
«δεν είμαι μίζερος. Απλά σου εξηγώ ότι θα μπορούσαμε τώρα να βρισκόμαστε στο σπιτάκι μας, μπροστά από το τζάκι, να μιλάμε με τις ώρες για-»
«Αχιλλέα Μαυρίδη, κόψε τις γλυκές και περπάτα! Σου είπα ότι θέλω να ρθω στο καρναβάλι»
Τον είχα ενημερώσει μια βδομάδα πιο νωρίς κιόλας. Στο κάτω κάτω, δεν τον ανάγκασα να ρθει με το ζόρι, ο ίδιος επέμενε να με ακολουθήσει.
«καλά καλά, εντάξει, παραδίνομαι»
Λέει, σηκώνοντας τα χέρια του ως ένδειξη ήττας. Ένα αυθόρμητο πλατύ χαμόγελο απλώνεται στα χείλη μου.
«έλα»
Λέω καθώς τον τραβάω μαζί μου.
«έχω μια καλύτερη ιδέα»
Πετάει ξαφνικά, κάνοντας με να γυρίσω το κεφάλι για να τον ξανά κοιτάξω.
«τι;»
Ρωτάω. Ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο του. Κάτι έχει βάλει στο μυαλό του αυτός, είμαι σίγουρη! Ξαφνικά, μου γυρίζει την πλάτη και μετά λυγίζει τα γόνατα του.
«άντε, ανέβα»
Τα μάτια μου γουρλώνουν από το σοκ.
«που; στην πλάτη σου;»
«ναι»
Κανονικά δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, αλλά με τον Αχιλλέα θα μπορούσα να ρισκάρω τα πάντα! Αμέσως ανεβαίνω στην πλάτη του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του.
«πάαααμε!»
Φωνάζει καθώς τρέχει σαν σίφουνας ανάμεσα στον κόσμο. Γελάω δυνατά, κρατώντας τον σφιχτά, από φόβο μήπως πέσω.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Βρέχει αστέρια
Não FicçãoΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.