Τέσσερις μέρες και εκείνη δεν έχει δώσει ακόμα κανένα σημείο ζωής. Έχω βάλει δικούς μου να την ψάξουν, αλλά δεν έχουν βρει κάτι ακόμη. Είναι λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Αν προσπαθεί να με τρελάνει, τότε σίγουρα το έχει καταφέρει.
«κύριε Μαυρίδη, με ακούτε;»
Η φωνή της γραμματέας μου της Γεωργίας με βγάζει από τις σκέψεις μου. Σηκώνω το κεφάλι για να την δω να με κοιτάζει έντονα. Ξεφυσάω.
«με συγχωρείς Γεωργία. Τι έλεγες;»
«μήπως καλύτερα να αναβάλλουμε το μίτινγκ;»
Τα φρύδια μου σμίγουν ερωτηματικά.
«γιατί να το αναβάλλουμε;»
«επειδή δεν σας βλέπω και πολύ καλά»
Όντως, ούτε φαίνομαι, ούτε και είμαι. Αφήνω έναν αναστεναγμό κούρασης, ενώ παράλληλα τρίβω το μέτωπο μου.
«έχεις δίκιο, καλύτερα να φύγω. Ανέλαβε εσύ όλες τις υποχρεώσεις, και αν συμβεί κάτι πολύ σοβαρό, ενημέρωσε με»
«εντάξει, κύριε Μαυρίδη»
Μου απαντάει, έχοντας ένα ευγενικό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Κάνω μεταβολή για να επιστρέψω στο γραφείο μου. Μόλις μπαίνω μέσα, αφήνω μια μεγάλη ανάσα απογοήτευσης. Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει τόσο πολύ, που ούτε στην δουλειά μου δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Βαδίζω προς την έδρα μου, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Τι πρέπει να κάνω για να ξεφύγω επιτέλους από όλα αυτά τα περίεργα συναισθήματα; τι πρέπει να κάνω για να ξεφύγω από την Κατερίνα; Παίρνω μια βαθιά ανάσα, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια μου. Και μέσα σε όλα αυτά, η Εύα κανονίζει γάμους και πανηγύρια. Της πρότεινα να περιμένουμε λίγο ακόμα, αλλά εκείνη λέει ότι δεν έχει καμία υπομονή πλέον. Δεν μπορώ να την κατηγορήσω, το ήθελε πολύ όλο αυτό, και τώρα το έχει. Εγώ όμως δεν αισθάνομαι καθόλου έτοιμος για αυτό το βήμα. Τρίβω το σβέρκο μου, νιώθοντας ένα μεγάλο βάρος να πλακώνει το στήθος μου. Ξαφνικά, ακούω την πόρτα να ανοίγει.
«τι έγινε Γεωργία;»
Ρωτάω καθώς γυρίζω από την άλλη. Μόλις όμως βλέπω εκείνη να στέκεται στην είσοδο του γραφείου μου, μαρμαρώνω.
«καλησπέρα»
Η φωνή της ακούγεται παγερή, ίσως και επαγγελματική θα μπορούσα να πω.
«Κατερίνα»
Ψελλίζω, κάνοντας τα πρώτα βήματα για να την πλησιάσω.
«σε διακόπτω από κάτι;»
«όχι! όχι, δεν με διακόπτεις»
Απαντάω βιαστικά. Γαμώτο, μην δείχνεις χαζός απέναντι της Αχιλλέα!
«ωραία, γιατί θέλω να μιλήσουμε»
Αποκρίνεται καθώς κλείνει την πόρτα. Τα λόγια του δικηγόρου μου παίζουν ξανά στο μυαλό μου σαν κασέτα.
«νόμιζα ότι θα μιλούσαμε μόνο μέσω των δικηγόρων μας»
Λέω, ανασηκώνοντας σαρκαστικά το φρύδι μου. Την παρακολουθώ να περπατά σταθερά προς την έδρα μου. Φαίνεται αλλαγμένη, σαν να έχει γίνει πιο δυναμική.
«υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία δεν μπορείς να τα πεις με διαφορετικό τρόπο»
Απαντάει, στρέφοντας το βλέμμα της επάνω μου. Η ανάσα μου κόβεται στην θέα της. Νιώθω σαν να έχουν περάσει αιώνες από τότε που αντίκρισα για τελευταία φορά αυτό το πρόσωπο.
«ωραία λοιπόν, σε ακούω»
Λέω ενώ ξεκινάω περπατώ προς το μέρος της.
«αρχικά θέλω να σου ανακοινώσω ότι δεν σκοπεύω να κρατήσω το μερίδιο μου στο εργοστάσιο»
Σχεδόν σοκάρομαι μόλις ακούω την απόφαση της. Σηκώνω το βλέμμα μου επάνω της.
«γιατί όχι;»
Δεν την ρωτάω ειρωνικά, αλήθεια. Εξάλλου δεν έχω καμία όρεξη να τσακωθώ μαζί της. Και μόνο που βρίσκεται αυτή την στιγμή εδώ, είναι θαύμα.
«επειδή θέλω να σε ξεφύγω από οτιδήποτε αφορά εσένα. Άλλωστε είναι κρίμα να στεναχωρήσω και την Εύα, ε; τι λες;»
Η Εύα... η Εύα μόλις μάθεις την απόφαση της θα πετάξει από την χαρά της. Κι εγώ έτσι θα έπρεπε να νιώθω κανονικά, αλλά αντί για αυτό, εγώ αισθάνομαι το βάρος στο στήθος μου να γίνεται όλο και πιο μεγάλο.
«θα ήσουν ένας χρήσιμος συνεργάτης για το εργοστάσιο»
Μουρμουρίζω, κοιτάζοντας χαμηλά στο πάτωμα. Την ακούω να ρουθουνίζει ειρωνικά.
«δεν κουράστηκες να παίζεις αυτό το θέατρο μαζί μου;»
Κλείνω σφιχτά τα βλέφαρά μου, μόλις ακούω την ερώτηση της.
«δεν παίζω κανένα θέατρο, σοβαρά σου το λέω»
Αποκρίνομαι, πλησιάζοντας ταυτόχρονα την δερμάτινη καρέκλα μου.
«με την σχολή σου; τι σκοπεύεις να κάνεις;»
Ρωτάω, παίρνοντας το θάρρος να σηκώσω επιτέλους το βλέμμα μου επάνω της. Ο σαρκασμός διαγράφεται καθαρά στο πρόσωπο της. Πως τα κατάφερα έτσι; γιατί μας το έκανα αυτό; Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω... ίσως τότε... ίσως να μπορούσα... Ξεφυσάω με απογοήτευση.
«δεν θα την συνεχίσω»
Απαντάει τελικά, προκαλώντας με να ρουθουνίσω τώρα εγώ ειρωνικά.
«αν το κάνεις εξαιτίας μου...»
Ξεκινάω, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στο πάτημα. Δεν αντέχω να την κοιτάζω αυτή την στιγμή. Δεν αντέχω να αντικρίσω το μίσος στα μάτια της.
«δεν αξίζει»
Συμπληρώνω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου. Δεν αξίζει να διαλύσει τα όνειρα της εξαιτίας μου, δεν πρέπει να τα παρατήσει, όχι τώρα.
«κανονικά θα έπρεπε να σε εκδικηθώ. Και εσένα και την άλλη...»
Αμέσως σηκώνω το κεφάλι, για να την δω να μου χαμογελάει ειρωνικά.
«αλλά είσαι πολύ τυχερός. Ήξερες ποια διάλεξες για το μεγαλοφυές σχέδιο σου, ήξερες ότι δεν θα ήμουν ικανή να σου κάνω κακό»
«Κατερίνα... σε παρακαλώ, μην το συνεχίζεις»
Δεν ξέρω τι να της πω, και δεν νομίζω πως είμαι έτοιμος να δεχτώ τις κατηγορίες της.
«έχω μια απορία»
Πετάει ξαφνικά, έχοντας τώρα τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Δεν τολμάω να μιλήσω, περιμένω απλά να συνεχίσει.
«γιατί ο πατέρας σου δεν ήθελε την Εύα για νύφη του;»
Ο τόνος της προδίδει κάτι το απειλητικό. Ισιώνω το κορμί μου, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου ξανά στο πάτωμα.
«επειδή πίστευε ότι θα με εκμεταλλευτεί, ότι με ήθελε μόνο για τα λεφτά μου»
Απαντάω λιτά. Το μυαλό μου πηγαίνει σε όλες εκείνες τις διαμάχες που είχα μαζί του εξαιτίας της σχέσης μου με την Εύα. Δεν την αποδέχτηκε ποτέ, και τώρα νομίζω ότι έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τον λόγο.
«πιστεύεις ότι είναι αλήθεια αυτό;»
Ρωτάει, προκαλώντας με να ξανά σηκώσω το βλέμμα μου επάνω της.
«δεν είναι αυτό το θέμα μας»
«απάντησε μου Αχιλλέα»
Επιμένει, δείχνοντας αποφασισμένη. Ξεφυσάω. Δεν μπορώ να μην της απαντήσω, δικαιούται να ξέρει τα πάντα. Αλλά κάτι μέσα μου με σταματάει, δεν μπορώ.
«πιστεύεις ότι οι θεωρίες του πατέρα σου είναι αληθινές;»
Τα χείλη μου μισανοίγουν, κάνοντας μια προσπάθεια για να της μιλήσω.
«δεν....»
Γαμώτο, δειλιάζω. Δεν μπορώ.
«πες το μου Αχιλλέα, δεν θα σε κρίνω. Απλά πες το μου»
Επιμένει, με το πρόσωπο της να γίνεται όλο και πιο σκληρό. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου, πριν τελικά της δώσω μια απάντηση.
«η Εύα με αγαπάει, μου το έχει πει και η ίδια»
Την ακούω να ρουθουνίζει ειρωνικά.
«δεν έχω συναντήσει πολλές ερωτευμένες γυναίκες που θα θυσίαζαν τον αγαπημένο τους για ένα εργοστάσιο»
Σαστίζω μόλις ακούω την απάντηση της. Αυτή είναι όντως η ίδια Κατερίνα; εκείνη η γλυκιά κοπέλα που δεν ήθελε να μαλώνει με κανέναν; που δεν τολμούσε να ειρωνευτεί στη ζωή της; Γαμώτο, πως κατάφερα να την αλλάξω; πόσο κακό της έχω κάνει, Θεέ μου.
«τέλος πάντων, καλύτερα να πηγαίνω. Μη μας πετύχει και η Εύα μαζί, έτσι;»
Με εκνευρίζει η στάση της απέναντι μου, αλλά πιο πολύ με εκνευρίζει που αναφέρει συνεχώς την Εύα! Εμείς οι δύο είμαστε εδώ γαμώτο, μονάχα εμείς οι δύο! Την παρακολουθώ να περπατά προς την είσοδο του γραφείου, έτοιμη να εγκαταλείψει το δωμάτιο. Δεν πρόκειται όμως να μου ξεφύγει τόσο εύκολα. Πηγαίνω τρέχοντας προς το μέρος της. Ακουμπάω την παλάμη μου στην πόρτα, κρατώντας την κλειστή.
«μη φύγεις»
Ψελλίζω, νιώθοντας πιο απελπισμένος από ποτέ. Δεν μου αρέσει που βρίσκομαι σε αυτή την θέση, αλλά δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά.
«σε... σε παρακαλώ»
Προσθέτω με τον ίδιο τόνο. Τα γαλανά της μάτια στρέφονται απότομα επάνω μου, βάζοντας φωτιά σε όλο μου το σώμα. Νομίζει ότι είναι αδύναμη, έτσι; αν ήξερε όμως πόσο αδύναμος γίνομαι εγώ μπροστά της αυτή την στιγμή... πόσο μικρός αισθάνομαι κάτω από το βλέμμα της... μόνο και να ξερες, Κατερίνα.
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.