Το πρωί, πηγαίνω από νωρίς στην παραλία, σε εκείνο το ερημικό σημείο που είχαμε ανακαλύψει κάποτε με τα κορίτσια. Εδώ δεν έρχονται πολλά άτομα. Ίσως κάποια παράνομα ζευγαράκια του χωριού, αλλά σπάνια βρίσκεις άνθρωπο σε αυτό το μέρος. Αφήνω την πετσέτα μου στην άμμο, κάτω από τον ψηλό κορμό του δέντρου. Αν και είναι επτά το πρωί, δεν έχει ψύχρα, αλλά είμαι σίγουρη ότι η θάλασσα θα είναι παγωμένη. Βγάζω την φαρδιά μου μπλούζα, και μετά το σορτς μου. Ρίχνω μια εξεταστική ματιά τριγύρω, για να σιγουρευτώ ότι δεν βρίσκεται κανένας άλλος τριγύρω. Μετά, τρέχω ως την θάλασσα, και τσαλαβουτάω στο κρυστάλλινο νερό, αφήνοντας ένα επιφώνημα χαράς να βγει από τα χείλη μου. Αυτή είναι μια μικρή σταγόνα ελευθερίας για εμένα. Κοιτάζω ψηλά, αντικρίζοντας τα πρώτα χρυσαφένια χρώματα του ήλιου. Όπου να ναι θα πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, αλλά δεν θέλω να επιστρέψω εκεί. Ξέρω ότι η χθεσινή διάθεση της μάνας μου θα κρατήσει και για σήμερα, και ειλικρινά δεν έχω όρεξη να την ακούσω. Μένω για μισή ώρα τουλάχιστον μέσα στο νερό, απολαμβάνοντας την ηρεμία αυτού του μέρους. Πρέπει να κανονίσω να βγω με τα κορίτσια σήμερα. Αφήνω έναν αναστεναγμό αγανάκτησης καθώς ξεκινάω να κολυμπώ προς την ακτή. Όσο όμως πλησιάζω, νομίζω ότι ξεχωρίζω μια φιγούρα να κάθεται στην άμμο. Ποιος είναι αυτός; βασικά, τι θέλει τέτοια ώρα σε αυτό εδώ το μέρος; Μόλις βγαίνω από την θάλασσα, μπορώ επιτέλους να ξεχωρίσω καθαρά το πρόσωπο του.
«θα αρχίσω να πιστεύω ότι με παρακολουθείς»
Λέω, καθώς βαδίζω προς την τσάντα μου. Εκείνος χαμογελάει.
«αν σου πω ότι τυχαία βρέθηκα εδώ, θα με πιστέψεις;»
Ρωτάει, λυγίζοντας το δεξί του γόνατο κοντά στο στήθος του.
«όχι φυσικά»
Απαντάω, αντιγράφοντας την δική του έκφραση. Γελάει ελαφρά.
«ήρθες για πρωινό μπάνιο;»
Ρωτάει, ενώ εγώ βγάζω μια πετσέτα από την τσάντα μου για να σκουπίσω το βρεγμένο μου σώμα.
«ναι. Είναι κάτι σαν καλοκαιρινή συνήθεια»
Απαντάω, κοιτάζοντας το πρόσωπο του. Το χαμόγελο δεν έχει φύγει στιγμή από τα χείλη του.
«καλοκαιρινή συνήθεια, ωραίο ακούγεται αυτό»
Λέει, ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους του. Τυλίγω την πετσέτα γύρω από το σώμα μου, και κάθομαι στην άλλη που είχα απλώσει από πριν στην άμμο.
«εσύ; τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;»
Ρωτάω, νιώθοντας περίεργη. Εκείνος φέρνει το σώμα του κοντά στο δικό μου, κοιτάζοντας αδιάφορα τριγύρω.
«αυτό είναι το αγαπημένο μου μέρος. Από όταν ήμουν πιτσιρικάς, εδώ ερχόμουν»
Πως γίνεται να βρισκόταν στα ίδια μέρη με μένα και να μην τον θυμάμαι καθόλου;
«τι;»
Ρωτάει, μόλις βλέπει ότι τον κοιτάζω έντονα.
«πρέπει να έχουμε συναντηθεί αρκετές φορές εμείς οι δύο. Αλλά για κάποιον περίεργο λόγο, δεν σε θυμάμαι καθόλου»
«ούτε και γω»
Απαντάει, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουμε και οι δύο σε γέλια. Έπειτα πέφτει παύση. Μια μεγάλη παύση θα μπορούσα να πω. Κοιτάζω την θάλασσα, και μετά κοιτάζω αυτόν. Φαίνεται ήρεμος δίπλα μου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν προδίδουν τίποτα, ούτε χαρά, ούτε λύπη.
«για πόσο καιρό θα μείνεις εδώ;»
Η ερώτηση βγαίνει εντελώς αυθόρμητα από το στόμα μου. Τον παρακολουθώ να ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.
«μπορεί και για πάντα»
Απαντάει, προκαλώντας με να χαχανίσω.
«έλα, σοβαρά ρωτάω»
Λέω, προσπαθώντας να διώξω το χαμόγελο από το πρόσωπο μου. Εκείνος συνεχίζει να κοιτάζει την θάλασσα, δείχνοντας και πάλι ανέκφραστος. Περνάνε πέντε λεπτά σιγής, τα οποία μου φαίνονται αιώνες, ώσπου τελικά αποφασίζει να απαντήσει.
«μέχρι να δεχτείς να γίνεις το κορίτσι μου»
Το σαγόνι μου φτάνει μέχρι το έδαφος, ενώ τα μάτια μου κοντεύουν να βγουν από το κρανίο μου. Άκουσα καλά; η μήπως το φαντάστηκα;
«τ τι είπες;»
Ρωτάω τραυλίζοντας. Εκείνος σκάει ένα στραβό χαμόγελο, καθώς στρέφει την προσοχή του επάνω μου.
«αυτό που άκουσες»
Απαντάει λιτά. Άρα δεν το φαντάστηκα, το είπε όντως. Αυτό σημαίνει πως θέλει να γίνω το κορίτσι του; Ω Θεέ μου! νομίζω ότι θα πετάξω από την χαρά μου! Αλλά για μισό λεπτό, δεν με ξέρει ούτε έναν μήνα καλά καλά και θέλει να γίνω το κορίτσι του; Μήπως τελικά κάτι πάει λάθος εδώ πέρα;
«δεν με ξέρεις καν, πως γίνεται να θέλεις να γίνω το κορίτσι σου;»
Του αποκαλύπτω τις σκέψεις μου. Εκείνος ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους.
«ίσως είναι κεραυνοβόλος έρωτας!»
Ρουθουνίζω ειρωνικά καθώς ακούω την απάντηση του.
«δεν υπάρχει ο κεραυνοβόλος έρωτας, Αχιλλέα»
«κάνεις λάθος!»
Πετάει σχεδόν αμέσως, έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπο του.
«υπάρχει, και μάλιστα τον έχω νιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα αυτά τα μάτια»
Συνεχίζει, απλώνοντας το χέρι για να αγγίξει το μάγουλο μου. Όλο μου το είναι παγώνει σε αυτή του την κίνηση. Κανένας άντρας δεν τόλμησε ως τώρα να με αγγίξει με αυτόν τον τρόπο, η καλύτερα εγώ δεν επέστρεψα σε κανέναν να με αγγίξει έτσι. Ο Αχιλλέας είναι τόσο ξένος για εμένα. Δεν πρέπει να παρασυρθώ στα δικά του μονοπάτια, αλλά το μυαλό μου δεν συμβαδίζει με τα θέλω μου, και αυτό είναι που με τρελαίνει περισσότερο.
«μήπως πρέπει να σε παντρευτώ για να με πιστέψεις;»
Τα μάτια μου γουρλώνουν για δεύτερη φορά από το σοκ.
«δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο!»
Αναφωνώ με κατηγορηματικό τόνο. Εκείνος γελάει, δείχνοντας άνετος δίπλα μου.
«χαλάρωσε Κατερίνα, πλάκα κάνω»
Λέει, προκαλώντας μου ανακούφιση. Ελπίζω όντως να κάνει πλάκα, γιατί αν τα λέει σοβαρά, θα αρχίσω να πιστεύω ότι κάνει παρέα στα κρυφά με την μάνα μου.
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.