Αχιλλέας POV«μόνο για δέκα λεπτά!»
Μου τονίζει ξανά η νοσοκόμα, λες και μιλάει σε κανέναν ηλίθιο που δεν την καταλαβαίνει. Μόλις βγαίνει από το δωμάτιο, ξεκινάω να περπατάω προς το κρεβάτι του. Δεν έχω ξαναδεί το πρόσωπο του τόσο χλωμό όσο τώρα. Το δέρμα του μοιάζει σαν πάγος, και τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του μαρτυρούν τόση γαλήνη.
«γιατί μου το κάνεις αυτό; γιατί τώρα;»
Μουρμουρίζω μόλις φτάνω κοντά του. Κοιτάζω τα καλώδια και τα μηχανήματα τριγύρω μου, σαν να είναι κάτι το φανταστικό. Αυτά τον κρατάνε στην ζωή, Αχιλλέα. Μου υπενθυμίζει το υποσυνείδητο μου.
«δεν είμαι έτοιμος για αυτό, δεν το καταλαβαίνεις;»
Συνεχίζω, νιώθοντας ξαφνικά ένα αόρατο φράγμα να σπάει μέσα μου.
«είχες δίκιο... για όλα. Τώρα το βλέπω καθαρά»
Θυμάμαι όλες εκείνες τις στιγμές που μου φώναζε για τις επιλογές μου. Είσαι ένας αδύναμος, Αχιλλέα. Ένας αδύναμος που υποκύπτει στο πάθος του. Έτσι μου έλεγε. Ξέρω πως δεν τα έλεγε από κακία, ούτε επειδή ήθελε να με κατακρίνει, απλώς προσπαθούσε να με συμβουλεύσει. Αν όμως έβλεπε έστω και για μία φορά μέσα από τα δικά μου μάτια... αν μπορούσε να καταλάβει πως έχει η κατάσταση... τι σκέφτομαι και γω τώρα; Σημασία έχει να γίνει καλά και όταν με το καλό τελειώσει αυτή η περιπέτεια με την υγεία του, θα προσπαθήσω να φέρω την Εύα πιο κοντά του. Ίσως αυτό ήταν τότε και το λάθος μου, που δεν προσπάθησα να τους φέρω πιο κοντά. Στην Κατερίνα έδειχνε σχεδόν πάντα μια τυφλή εμπιστοσύνη. Σίγουρα φταίει το γεγονός ότι την ήξερε από μικρή και ότι ανήκε στα καλά κορίτσια του χωριού.
«η αδερφή σου λέει ότι δεν θα τα καταφέρεις. Όμως εγώ σε ξέρω καλύτερα από εκείνην»
Λέω, αφήνοντας ένα μικρό χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη μου. Δεν ξέρω αν είμαι ανόητος που του μιλάω ενώ ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν με καταλαβαίνει, απλά έχω την ανάγκη να το κάνω, να του πω όλα όσα δεν τόλμησα να του πω όσο ήταν ξύπνιος. Κοιτάζω ξανά το χλωμό του πρόσωπο.
«τελικά η μαμά είχε δίκιο. Είμαστε και οι δύο πεισματάρηδες, για αυτό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε τίποτα»
Προσθέτω, με το χαμόγελο μου να γίνεται ένα κλικ μεγαλύτερο. Ίσως είναι η μοναδική φορά που παραδέχομαι ότι η μητέρα μου είχε δίκιο στο γεγονός ότι μοιάζουμε με τον πατέρα μου. Ξαφνικά, ακούω την πόρτα πίσω μου να ανοίγει. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι, ώστε να δω την ίδια νοσοκόμα να στέκεται στην είσοδο.
«αρκετά για σήμερα, κύριε Μαυρίδη. Περάστε έξω, παρακαλώ»
Λέει με αυτή την ψιλή εκνευριστική της φωνή. Αποφασίζω να μην φέρω κάποια αντίσταση και να ακολουθήσω την εντολή της σιωπηλά. Μόλις επιστρέφω στον διάδρομο, βρίσκω την θεία μου να μιλάει με κάποιον στο τηλέφωνο, και την Κατερίνα με την Εύα να κάθονται μαζί στις πλαστικές καρέκλες. Αυτόματα νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Γαμώτο, γιατί πρέπει να μου το κάνει ακόμα πιο δύσκολο; Αμέσως τρέχω προς το μέρος τους.
«Αχιλλέα!»
Αναφωνεί με έκπληξη η Κατερίνα, μόλις φτάνω δίπλα της.
«σήκω λίγο. Θέλω να σου μιλήσω»
«έχουμε μια συζήτηση με την Κατερίνα, Αχιλλέα μου»
Αποκρίνεται σχεδόν ναζιάρικα εκείνη. Αμέσως το άγριο βλέμμα μου στρέφεται στο δικό της.
«θέλω να μιλήσω με την γυναίκα μου. Κατερίνα, σήκω σε παρακαλώ»
Επιμένω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να ξεσπάσει. Ευτυχώς με υπακούει, χωρίς καμία αντίσταση. Μόλις σηκώνεται από την καρέκλα, την πιάνω από τον αγκώνα και την οδηγώ στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ξέρω ότι εδώ δεν θα μπορέσει να μας ακούσει κανείς.
«τι σε έπιασε στα ξαφνικά Αχιλλέα;»
«γιατί μιλάς μαζί της;»
Αντιγυρίζω, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς μου. Εκείνη με αντικρίζει με έκπληξη.
«εκείνη μου έπιασε την κουβέντα, και-»
«δεν θέλω να μιλάς μαζί της. Αυτή η γυναίκα είναι κακή επιρροή»
Δεν ξέρω αν αυτή μου η δικαιολογία ακούγεται αρκετά πειστική. Την παρακολουθώ να ρουθουνίζει ειρωνικά, πριν δώσει την απάντηση της.
«Αχιλλέα, τι σε έχει πιάσει; Στο κάτω κάτω είναι δική σου γνωστή, εγώ απλά προσπαθώ να είμαι φιλική μαζί της»
«τότε λοιπόν δεν θέλω να είσαι φιλική μαζί της»
Αποκρίνομαι, νιώθοντας το στήθος μου να φουσκώνει από θυμό. Έχω αρχίσει να χάνω την ψυχραιμία μου με όλα αυτά. Το βλέμμα μου στρέφεται στα κλεφτά στο πρόσωπο της. Νομίζω ότι έχει καταλάβει τον καβγά μας. Που να πάρει η γαμημένη η οργή!
«συμβαίνει κάτι;»
Η ερώτηση της με κάνει να κοκαλώσω.
«σαν τι δηλαδή;»
«ξέρω και γω. Φέρεσαι πολύ παράξενα ξαφνικά, σαν να σου έχει κάνει κάτι άσχημο αυτή η γυναίκα»
Τώρα το πρόσωπο της φανερώνει καχυποψία. Γαμώτο, σκατά τα έκανα πάλι. Απορώ πως θα το μπαλώσω και αυτό.
«δεν μου έχει κάνει τίποτα. Απλά δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω»
«ναι αλλά αυτή ανάφερε πως εκτός από συνεργάτης είναι και φίλη σου. Πως είναι δυνατόν να μην έχεις εμπιστοσύνη σε έναν άνθρωπο που υπήρξε έστω και στο παρελθόν φίλος σου;»
Μου την δίνει αυτή η ειρωνεία της. Τι θέλει λοιπόν να ακούσει; Θεέ μου, με εξοργίζει.
«Κατερίνα, ο πατέρας μου βρίσκεται μέσα στην εντατική αυτή την στιγμή και παλεύει για να κρατηθεί στην ζωή. Μην με πιέζεις και εσύ!»
Τα μάτια της γουρλώνουν από το σοκ μόλις ακούει τα λόγια μου.
«απλώς σου ζητάω μια εξήγηση. Την δικαιούμαι»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας με έντονα μέσα στα μάτια. Γαμώτο, είμαι πραγματικά απαίσιος. Πως μπορώ και της το κάνω αυτό; πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω; Ξαφνικά, ακούγονται οι φωνές της νοσοκόμας μέσα από το δωμάτιο.
«τι έγινε τώρα;»
Μουρμουρίζω και την επόμενη στιγμή βλέπω τον γιατρό να τρέχει προς το δωμάτιο, μαζί με άλλα τρία άτομα.
«γιατί πάνε εκεί;»
Λέω ενώ κάνω να τους ακολουθήσω. Η Κατερίνα όμως με εμποδίζει, μπαίνοντας μπροστά μου.
«ηρέμησε Αχιλλέα»
«τι να ηρεμήσω; δεν βλέπεις τι γίνεται; κάτι έπαθε ο πατέρας μου»
Γαμώτο μου, όχι. Όχι, μη με αφήσεις, μη μου το κάνεις αυτό που να πάρει. Μετά από μισή ώρα, ο γιατρός βγαίνει έξω, δείχνοντας πραγματικά εξαντλημένος.
«τι έγινε; πως είναι ο αδερφός μου γιατρέ;»
Πετάει η θεία μου, πιάνοντας τον απελπισμένη από τα μπράτσα. Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
«λυπάμαι»
Αυτή η λέξη πέφτει σαν σφαίρα στο στήθος μου. Δηλαδή τώρα... δηλαδή ο πατέρας μου.... όχι.
«μη λες ψέματα»
Λέω, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα μπροστά. Η Κατερίνα όμως συνεχίζει να μου είναι εμπόδιο.
«κάναμε ότι ήταν δυνατό, κύριε Μαυρίδη»
«ψέματα!»
Φωνάζω αυτή την φορά, νιώθοντας τον θυμό να κυλάει σαν δηλητήριο μέσα στις φλέβες μου.
«λυπάμαι»
Ξανά λέει, προκαλώντας μου ένα ειρωνικό ρουθούνισμα.
«όταν σε χώσω στην φυλακή θα συνεχίσεις να λυπάσαι; ε;»
Συνεχίζω να φωνάζω, δίχως να με ενδιαφέρει αν μου κάνουν κάποια παρατήρηση.
«Αχιλλέα, σταμάτα, σε παρακαλώ»
Πετάει ξαφνικά η Κατερίνα με χαμηλή φωνή. Αμέσως στρέφω το βλέμμα μου επάνω της. Τα μάτια της έχουν βουρκώσει και στο πρόσωπο της φαίνεται καθαρά η θλίψη. Όχι γαμώτο μου, όχι!
«γαμώτο!»
Ξεφωνίζω και σε μια ανεξέλεγκτη στιγμή, χτυπάω την γροθιά μου στο παράθυρο του διαδρόμου, κάνοντας το τζάμι κομμάτια.
«Αχιλλέα!»
Αναφωνεί η Κατερίνα καθώς πιάνει το χέρι μου. Το αίμα έχει αρχίσει να κυλάει ήδη, αλλά δεν με νοιάζει. Αυτές οι πληγές δεν είναι τίποτα, μπροστά στην πληγή που μου άφησε εκείνος. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή, ανάθεμα.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Βρέχει αστέρια
Não FicçãoΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.