Αχιλλέας POV
Στέκομαι μπροστά από τον καθρέφτη, δένοντας και λύνοντας συνεχώς την γραβάτα μου. Εδώ και τουλάχιστον μία ώρα, ακολουθώ αυτό το μοτίβο. Δένω, λύνω, συνέχεια. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου ανοίγει, αποκαλύπτοντας μια μαυροφορεμένη Κατερίνα.
«έτοιμος;»
Με ρωτάει. Αφήνω την γραβάτα να κρέμεται λυμένη στον λαιμό μου.
«μάλλον δεν θα το φορέσω αυτό»
Λέω και μετά το τραβάω από το πουκάμισο μου. Εκείνη έρχεται να σταθεί μπροστά μου, παίρνοντας την στα χέρια της.
«είσαι νευρικός»
Παρατηρεί καθώς ξανά περνάει την γραβάτα γύρω από τον λαιμό μου.
«πολύ»
«το βρίσκω φυσιολογικό»
Μουρμουρίζει, κάνοντας έναν περίτεχνο κόμπο το μαύρο ύφασμα. Κοιτάζω ξανά τον εαυτό μου στον ολόσωμο καθρέφτη. Νομίζω ότι τώρα είναι καλύτερα. Διορθώνω λίγο τον γιακά από το πουκάμισο μου.
«είναι περίεργο πάντως που ο συμβολαιογράφος κάλεσε και σένα»
«πιστεύεις ότι μπορεί να μου άφησε κάτι;»
Ρωτάει, δείχνοντας περισσότερο περιέργεια παρά ενδιαφέρον. Την λοξοκοιτάζω.
«ο πατέρας σου είχε μεγάλη αδυναμία»
Αυτό είναι αλήθεια. Μπορεί να μην μου το παραδέχτηκε ποτέ, αλλά ο τρόπος που της φερόταν κάθε φορά που την έβλεπε, το έκανε ξεκάθαρο στα μάτια μου.
«κι εγώ τον συμπαθούσα. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος»
Λέει καθώς παίρνει το σακάκι μου από το κρεβάτι για να μου το δώσει. Χαμογελάω αμυδρά.
«όντως»
Δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί της. Μπορεί να μαλώναμε όλη την ημέρα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος.
«θα σε περιμένω κάτω, εντάξει;»
Λέει με γλυκό ύφος, πριν πλησιάσει την πόρτα. Σκέφτομαι ότι πρέπει να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, αλλά μια παράξενη δύναμη μέσα μου με παροτρύνει να της μιλήσω.
«Κατερίνα»
Αμέσως γυρίζει το κεφάλι για να με κοιτάξει με έκπληξη.
«ναι;»
Τα γαλανά της μάτια λάμπουν από μια κρυφή ελπίδα θα τολμούσα να πω. Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά τελικά δεν βγαίνει τίποτα. Τι να της πω τώρα; διάλεξα και γω την κατάλληλη στιγμή. Ίσως αργότερα, όταν ανοίξει η διαθήκη και τελειώσουμε με όλα αυτά.
«τίποτα»
Λέω τελικά. Εκείνη με κοιτάζει με απογοήτευση, πριν βγει από το δωμάτιο. Αφήνω μια ανάσα ανακούφισης να ξεφύγει από τα χείλη μου. Ευτυχώς, δεν με ρώτησε τίποτα.Μόλις φτάνουμε στο γραφείο του συμβολαιογράφου, βρίσκω την θεία μου να κάθεται σε μια από τις δύο καρέκλες. Να πω την αλήθεια, αισθάνομαι ανακούφιση που δεν υπάρχουν κι άλλοι συγγενείς.
«καλησπέρα»
«καλησπέρα, κύριε και κυρία Μαυρίδη. Ελάτε, καθίστε»
Ο συμβολαιογράφος φαίνεται σοβαρός, αλλά το ύφος του θα μπορούσα να πω ότι προδίδει και κάτι το πονηρό. Κάνω νόημα στην Κατερίνα να καθίσει στην μοναδική καρέκλα που είναι άδεια εδώ μέσα.
«θα μπορούσα να μάθω τον λόγο που καλέσατε και την σύζυγο μου, κύριε Παππά;»
«θα μάθετε σε λίγο, κύριε Μαυρίδη, μην βιάζεστε»
Αποκρίνεται εκείνος, προκαλώντας μου έναν μικρό εκνευρισμό. Η Κατερίνα πιάνει το χέρι μου, κρατώντας το σφιχτά. Ξεφυσάω.
«λοιπόν, αφού είμαστε όλοι εδώ, ξεκινάω να διαβάζω. Εγώ, ο κύριος-»
«μπείτε κατευθείαν στο θέμα, κύριε Παππά»
Πετάω κάπως απότομα, με αποτέλεσμα να στραφούν όλα τα βλέμματα επάνω μου.
«μάλιστα, κύριε Μαυρίδη. Λοιπόν, το πατρικό σπίτι στο οποίο διέμενε ο αείμνηστος, Ανέστης Μαυρίδης, παραχωρείται στην μικρότερη αδερφή του, Χαρά Μαυρίδη. Όσο για το εργοστάσιο υφασμάτων, το σαράντα της εκατό ανήκει στην κυρία Κατερίνα Γρηγοριάδου Μαυρίδη, στην νύφη δηλαδή του εκλιπόντος, και το υπόλοιπο εξήντα στον κύριο Αχιλλέα Μαυρίδη, στον μοναδικό κληρονόμο του Ανέστη Μαυρίδη»
Τα μάτια μου είναι έτοιμα να βγουν από το κρανίο μου, μόλις ακούω το όνομα της Κατερίνας να αναφέρεται.
«που ανήκει είπατε το σαράντα της εκατό από το εργοστάσιο;»
Ρωτάει η θεία μου. Τεντώνω τα αυτιά μου, πιστεύοντας ότι μάλλον δεν τον άκουσα και τόσο καλά πριν. Εκείνος διορθώνει τα κοκάλινα γυαλιά του, κοιτάζοντας ξανά το χαρτί που έχει μπροστά του.
«στην κυρία Κατερίνα Γρηγοριάδου Μαυρίδη, στην σύζυγο δηλαδή του κυρίου Αχιλλέα»
«είστε σίγουρος; μήπως δεν βλέπετε καλά;»
Ρωτάω, νιώθοντας το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί.
«μα εδώ το λέει καθαρά, κύριε Μαυρίδη! Αν δεν με πιστεύετε, δείτε το και μόνος σας»
Πηγαίνω να σταθώ δίπλα του, διαβάζοντας την διαθήκη. Ναι, είναι αλήθεια, το σαράντα της εκατό ανήκει στην Κατερίνα. Πως έγινε αυτό; από που και ως που το έκανε αυτό ο πατέρας μου; Το βλέμμα μου υψώνεται στο πρόσωπο της. Φαίνεται σοκαρισμένη, σαν να μην γνώριζε για όλο αυτό. Και αν όμως γνώριζε ήδη; και αν είχε συνεννοηθεί πιο πριν με τον πατέρα μου;
«έλα έξω»
Την διατάζω, ισιώνοντας το σώμα μου.
«Αχιλλέα, ίσως αυτή να ήταν η επιθυμία του πατέρα σου. Ας μην-»
«δεν απευθύνθηκα σε σένα θεία!»
Πετάω, ρίχνοντας της ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Έπειτα βγαίνω από το γραφείο του συμβολαιογράφου, νιώθοντας το κάθε μου βήμα να μαρτυρά την ένταση μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω! πως με κορόιδεψε έτσι; πως μπόρεσε; γιατί σίγουρα όλο αυτό ήταν στημένο, μπορώ να βάλω μέχρι και το χέρι μου στη φωτιά για αυτό.
«δεν πρόκειται να κάνω αποδοχή κληρονομιάς»
Λέει μόλις φτάνει κοντά μου. Την αγριοκοιτάζω.
«αυτό είναι το λιγότερο που θα πρεπε να σε νοιάζει τώρα»
Γρυλίζω, νιώθοντας το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Εκείνη με κοιτάζει σαν χαμένη.
«γιατί τα βάζεις μαζί μου; Δεν είχα ιδέα για τις προθέσεις του πατέρα σου, και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θέλησε να μου δώσει το σαράντα της εκατό από το εργοστάσιο»
«μήπως ήθελες και περισσότερο;»
Πετάω απότομα, ανεμίζοντας ταυτόχρονα τα χέρια μου με θυμό. Την παρακολουθώ να κάνει ένα βήμα πίσω.
«τι ερώτηση είναι τώρα αυτή;»
«σταμάτα γαμώτο να μου το παίζεις αθώα. Ήξερες για αυτό, εσύ το κανόνισες με τον πατέρα μου πολύ πιο πριν»
Γρυλίζω, χαμηλώνοντας απειλητικά το πρόσωπο μου στο δικό της. Ακόμη και τώρα που ξέρω πως φταίει, το βλέμμα της με προκαλεί να της δώσω άφεση, να το καταπιώ και απλά να συνεχίσω. Θεέ μου, τι σκέφτομαι; Αυτή η γυναίκα φρόντισε να μου πάρει το σαράντα της εκατό από το εργοστάσιο μου, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει το μέλλον της. Έτσι είναι όλες οι γυναίκες, ύπουλες. Όλες μοιάζουν στην Εύα, όλες!
«τ τι λες; ακούς τι λες;»
Πετάει σχεδόν φωναχτά, δείχνοντας πραγματική σύγχυση. Κάνω ένα βήμα κοντά της, με το βλέμμα μου να βρίσκεται έντονα καρφωμένο στο δικό της.
«μαζεύεις τα πράγματα σου, και φεύγεις από το σπίτι»
Λέω χαμηλόφωνα και μετά κατευθύνομαι προς το ασανσέρ. Δεν γυρίζω να την κοιτάξω, ούτε για μία στιγμή, ούτε για μισό λεπτό. Δεν μπορώ να δεχτώ αυτή της την προδοσία. Δεν περίμενα ποτέ ότι η Κατερίνα θα μου το έκανε αυτό. Νόμιζα πως ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που με αγαπάει, χωρίς να περιμένει κάτι από εμένα. Όλα ένα χάος μέσα στο κεφάλι μου, όλα!
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.