Στα δύσκολα

730 67 15
                                    


Κατερίνας POV
Την ημέρα της κηδείας.

Το πατρικό του Αχιλλέα έχει γεμίσει από κόσμο. Όλοι τους είναι ντυμένοι στα μαύρα, δίνοντας μια πιο καταθλιπτική δόση στην ατμόσφαιρα. Πλησιάζω τους γονείς μου, οι οποίοι κάθονται σε μια γωνιά, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο.
«χαίρομαι που ήρθατε»
«αστειεύεσαι κοριτσάκι μου; Ο Ανέστης εκτός από παλιός φίλος ήταν και συμπεθέρος μας. Θα ήταν τουλάχιστον απαράδεκτο να μην παρεβρεθούμε στην κηδεία του»
Αποκρίνεται αμέσως ο πατέρας μου, δείχνοντας παράξενα τρυφερός απέναντι μου. Η μάνα μου από την άλλη έχει φορέσει την πιο σκληρή της μάσκα.
«ο άντρας σου που είναι; γιατί σε αφήνει μόνη σου;»
Ποτέ δεν θα καταλάβω αυτές τις ανόητες παρατηρήσεις της.
«σταμάτα βρε Ουρανία. Τον πατέρα του έχασε το παιδί, θέλει να μείνει μόνος του»
«δεν είναι παιδί, είναι άντρας! πρέπει να μάθει να τα αντιμετωπίζει όλα»
Αυτόματα νιώθω το συναίσθημα του θυμού να τσιμπάει κάθε σημείο του κορμιού μου. Με πόση ευκολία μπορεί να το λέει αυτό; και επειδή είναι άντρας, τι; δεν δικαιούται να κλάψει; δεν δικαιούται να πονέσει για τον θάνατο του πατέρα του;
«ώρες ώρες απορώ αν έχεις καρδιά μέσα σου»
Οι λέξεις ξεπηδούν από το στόμα μου, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να τις φιλτράρω. Εκείνη με κοιτάζει σχεδόν σοκαρισμένη. Επιτέλους έδειξε και κάτι άλλο πέρα από περιφρόνηση. Κάνω μεταβολή για να πλησιάσω τις ξύλινες σκάλες. Ανεβαίνω γρήγορα στον επάνω όροφο, με σκοπό να πάω στο παιδικό του δωμάτιο. Μόλις ανοίγω την πόρτα, τον βλέπω να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, έχοντας γυρισμένη την πλάτη προς εμένα. Από την ώρα που ήρθαμε δεν έχει αλλάξει στάση. Κλείνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ την πόρτα, και μετά βαδίζω προς το μέρος του.
«Αχιλλέα μου;»
Ρωτάω σιγανά. Εκείνος δεν μου απαντάει, ούτε που κουνιέται. Αφήνω μια μικρή ανάσα, πριν καθίσω στο στρώμα δίπλα του. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, όπως και αυτός. Σήμερα ο ουρανός έχει βυθιστεί στο γκρίζο, σαν να συμμερίζεται την θλίψη μας.
«δεν πρόλαβα να του πω τίποτα»
Πετάει ξαφνικά ο Αχιλλέας με βραχνή φωνή. Γυρίζω το κεφάλι για να κοιτάξω το σοβαρό προφίλ του.
«όσο ζούσε δεν είχα τίποτα να του πω, και τώρα που έφυγε....»
Αφήνει μετέωρη την πρόταση του, κλείνοντας παράλληλα τα μάτια του. Απλώνω το χέρι για να αγγίξω τα δύο δικά του.
«αισθάνεσαι άσχημα, το καταλαβαίνω»
Ψελλίζω, με τον αντίχειρα μου να χαϊδεύει κυκλικά το δέρμα του.
«αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα τα άλλαζα όλα. Σου ορκίζομαι ότι θα το είχα κάνει»
Λέει, χαμηλώνοντας το κεφάλι του στο πάτωμα. Ακουμπάω το πιγούνι μου στον ώμο του, αφήνοντας μια μικρή ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη μου.
«δεν χρειαζόταν να μου το πεις, το ξέρω ήδη»
Του αποκαλύπτω σιγανά, κοιτάζοντας το κενό.
«τον αγαπούσες περισσότερο από όσο πιστεύεις»
Προσθέτω, με τον ίδιο τόνο. Εκείνος μένει ακίνητος, χωρίς να μου ανταποδίδει το άγγιγμα. Η υπόλοιπη ώρα περνάει έτσι, μέσα στην σιωπή. Οι πρώτες σταγόνες της βροχής έχουν αρχίσει να χτυπούν το τζάμι, σαν απρόσκλητος επισκέπτης. Το βλέμμα μου μετακινείται στο πρόσωπο του. Τόσες μέρες έχει παραμελήσει εντελώς τον εαυτό του. Τα γένια του έχουν πυκνώσει, και τα κοντά μαλλιά του πέφτουν στο μέτωπο του. Από μια ματιά και μόνο μπορείς να καταλάβεις το πόσο ταλαιπωρημένος είναι. Αυτές τις μέρες είναι σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι. Συνέχεια κλεισμένος στο γραφείο του, πίνοντας μονάχα καφέ. Δεν μου αρέσει να τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση, δεν το αντέχω. Ξαφνικά, νιώθω κάτι να δονείται δίπλα μου. Αμέσως ισιώνω το σώμα μου, δίνοντας του την δυνατότητα να βγάλει την συσκευή από την τσέπη του. Κοιτάζει φευγαλέα την οθόνη και μετά το κλείνει, αφήνοντας το κινητό δίπλα του.
«πρέπει να συνέλθω»
Λέει, τρίβοντας παράλληλα τα μάτια του. Το ξεστομίζει τόσο εύκολα, αλλά ξέρω πως θα του είναι πολύ δύσκολο να το κάνει. Ξαφνικά τον βλέπω να σηκώνεται από το κρεβάτι, δείχνοντας να έχει ανακάμψει.
«πάμε κάτω»
Η φωνή του ακούγεται προστακτική. Δεν έχω άλλη επιλογή, πέρα από το να τον ακολουθήσω.

Το ίδιο βράδυ, βρίσκομαι καθισμένη στο κρεβάτι μας, να συλλογίζομαι όλα όσα συνέβησαν σήμερα. Ειλικρινά, δεν θα ήθελα να ξαναζήσω κάτι παρόμοιο. Ειδικά τα λόγια της μάνας μου, δεν λένε να φύγουν με τίποτα από το μυαλό μου. Δεν ξέρω αν το κάνει επίτηδες, αλλά πάντοντε καταφέρνει να με εκνευρίζει. Η πόρτα του δωματίου ανοίγει, κάνοντας με να τιναχτώ από την έκπληξη. Ο Αχιλλέας μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, φορώντας μονάχα μια μαύρη φαρδιά φόρμα. Τα μαλλιά του φαίνονται ακόμη βρεγμένα από το νυχτερινό του μπάνιο, ενώ η στάση του σώματος του μαρτυρεί την κούραση του.
«όλα καλά;»
Ρωτάω, χαρίζοντας του ένα αδύναμο χαμόγελο.
«υποθέτω πως ναι»
Απαντάει, δείχνοντας σχετικά αδιάφορος.
«φαίνεσαι κουρασμένος»
«είμαι»
Αποκρίνεται σχεδόν αμέσως, κοιτάζοντας με με εκείνο το ύφος του χαμένου παιδιού. Νομίζω πως κοντεύω να το συνηθίσω αυτό το ύφος.
«έλα να ξαπλώσεις»
Λέω καθώς τραβάω το πάπλωμα, προσκαλώντας τον στο κρεβάτι μας. Τον παρακολουθώ να αφήνει μια μικρή ανάσα, πριν ξαπλώσει τελικά δίπλα μου. Προς έκπληξη μου μου γυρίζει την πλάτη.
«καληνύχτα»
Μουρμουρίζει, κρατώντας όμως τα μάτια του ανοιχτά. Αχ, Αχιλλέα μου. Κλείνω το φως από το λαμπατέρ και μετά ξαπλώνω στο πλευρό μου, κοιτάζοντας την ρωμαλέα του πλάτη. Οι μύες είναι καθαρά ζωγραφισμένοι στο δέρμα του, σαν μικρές λεπτομέρειες από κάποιο αρχαίο άγαλμα. Προσπαθεί να απομακρυνθεί, από εμένα, κλείνεται στον εαυτό του, νομίζοντας ότι έτσι θα καταφέρει να ξεπεράσει τον πόνο του. Αυτό έμαθε, να κρύβεται, να μην δείχνει τι πραγματικά αισθάνεται. Τυλίγω το χέρι μου γύρω από την μέση του, και κολλάω το στήθος μου στην πλάτη του.
«Κατερίνα...»
Τον ακούω να λέει, σαν προειδοποίηση. Ακουμπάω τα χείλη μου απαλά στο σβέρκο του, αφήνοντας εκεί ένα τρυφερό φιλί.
«θέλω απλά να σου κάνω μια αγκαλιά. Όμως... αν δεν το θες...»
Κάνω να απομακρυνθώ, όμως το χέρι του αρπάζει τον καρπό μου, σταματώντας κάθε μου κίνηση.
«αυτό... είναι εντάξει»
Ψιθυρίζει, επιτρέποντας μου να τον αγκαλιάσω ακόμα πιο σφιχτά. Ακουμπάω το πιγούνι μου στον ώμο του, και μετά κλείνω τα μάτια μου. Δεν υπάρχουν άλλα λόγια για να πούμε, δεν χωράνε άλλες λέξεις εδώ.

Βρέχει αστέριαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora