Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη και πραγματικά δεν αναγνωρίζω την κοπέλα που μου ανταποδίδει το βλέμμα.
«δεν το πιστεύω ότι παντρεύεσαι»
Λέει η Ιωάννα, κοιτάζοντας με με βουρκωμένα μάτια μέσα από τον καθρέφτη. Γυρίζω από την άλλη, για να την αγκαλιάσω.
«μην μας ξεχάσεις τώρα»
Προσθέτει σιγανά. Το βλέμμα μου υψώνεται στο πρόσωπο της Σοφίας. Πάντοτε φαινόταν τόσο σκληρή, αλλά τώρα νομίζω πως μπορώ να δω την μάσκα της να ραγίζει.
«το σκέφτηκες καλά;»
Με ρωτάει, με απόλυτα σοβαρό ύφος. Γνέφω καταφατικά ως απάντηση.
«αυτός είναι το εισιτήριο μου για την ελευθερία»
Την παρακολουθώ να σκουπίζει τα μάτια της, διώχνοντας κάποια ανερχόμενα δάκρυα.
«έχουμε χρόνο Κατερίνα, μπορούμε να το σκάσουμε τώρα αν θέλεις»
Η πρόταση της Ιωάννας με κάνει να γελάσω.
«δεν χρειάζεται, ξέρω ότι πήρα την σωστή απόφαση»
Εκείνη την στιγμή, η πόρτα ανοίγει εντελώς απροειδοποίητα, και ο κύριος Ανέστης μπαίνει μέσα στο δωμάτιο.
«κύριε Ανέστη!»
Αναφωνώ ενώ ισιώνω απότομα το σώμα μου.
«κορίτσια, μπορείτε σας παρακαλώ να μας αφήσετε λίγο μόνους;»
Ο λαιμός μου ξερένεται καθώς ακούω το αίτημα του.
«ναι, φυσικά»
Λέει η Ιωάννα και ουσιαστικά σπρώχνει την Σοφία ώστε να βγουν από το δωμάτιο. Μόλις κλείνει η πόρτα, νιώθω έναν δυνατό κόμπο άγχους να δένεται στο στομάχι μου.
«πιστεύω πως ήρθε η ώρα να σου δώσω το δικό μου δώρο»
Λέει καθώς βγάζει ένα φαρδύ βελούδινο κουτάκι από την μέσα τσέπη του σακακιού του. Μόλις το ανοίγει, αντικρίζω ένα όμορφο κολιέ με χρυσή αλυσίδα και έναν μικρό ήλιο να βρίσκεται στο τέλος του.
«κύριε Ανέστη...»
Πραγματικά έχω μείνει χωρίς λόγια.
«γύρνα από την άλλη»
Με προστάζει μαλακά. Αμέσως γυρίζω από την άλλη, και σηκώνω προσεκτικά τα μαλλιά μου, ώστε να κουμπώσει το κολιέ στον λαιμό μου.
«ήταν της γυναίκας μου»
Μου ανακοινώνει καθώς κατεβάζει τα χέρια του. Γυρίζω από την άλλη ώστε να τον κοιτάξω κατάματα.
«ελπίζω να το φοράς για πολύ καιρό»
«κύριε Ανέστη, εγώ τον λατρεύω τον γιο σας. Μπορεί να μην τον γνωρίζω πολύ καιρό, όμως...»
Δεν ξέρω τι άλλο να πω για να μπορέσω να τον πείσω. Δεν θέλω τα λεφτά του, αυτό είναι το τελευταίο που με νοιάζει. Ξαφνικά, ένα θλιμμένο χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο του.
«φαίνεσαι καλό κορίτσι Κατερίνα. Και θέλω να ξέρεις πως δεν είσαι εσύ το πρόβλημα μου»
Νομίζω πως έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τι γίνεται.
«φοβάστε τον Αχιλλέα, έτσι;»
«φοβάμαι μην σε πληγώσει, γιατί δεν το αξίζεις Κατερίνα. Τέλος πάντων, τώρα πήρες την απόφαση σου»
Όντως, την πήρα, και αυτή η απόφαση ήταν ο Αχιλλέας. Όμως με βάση τα λόγια του κυρίου Ανέστη, έχω αρχίσει να φοβάμαι, η καλύτερα να αμφιβάλω. Απλώνει τα χέρια ώστε να τα ακουμπήσει στους ώμους μου, και μετά μου δίνει ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο. Σαστίζω από αυτή του την κίνηση.
«ελπίζω αυτός ο γάμος να σας φέρει την ευτυχία που ζητάτε»
Τα λόγια του ακούγονται σαν αίτημα παρά σαν ευχή. Μήπως πρέπει να το αναφέρω αυτό στον Αχιλλέα; μήπως πρέπει να τον ρωτήσω τι στο καλό συμβαίνει; Εκείνη την στιγμή, ακούγεται ένα απαλό χτύπημα από την πόρτα.
«είσαι έτοιμη αγάπη μου;»
Ο πατέρας μου! Παρακολουθώ τον κύριο Ανέστη να πλησιάζει με σταθερό βήμα την πόρτα, για να την ανοίξει. Ο πατέρας μου κοιτάζει με έκπληξη τον κύριο Ανέστη, και μετά εμένα.
«γειά σου συμπέθερε»
Λέει, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.
«θα σας δω στην εκκλησία»
Αποκρίνεται ο κύριος Ανέστης, έχοντας ένα μικρό δείγμα χαμόγελου στα χείλη του. Μόλις φεύγει, ο πατέρας μου ξεκινά να με πλησιάζει.
«πω πω πω, μια κούκλα είσαι»
Μουρμουρίζει με θαυμασμό, καθώς τρίβει στοργικά τους ώμους μου.
«είσαι έτοιμη να παντρευτείς;»
Με ρωτάει, έχοντας ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο στο πρόσωπο του.
«νομίζω πως ναι»
Απαντάω, νιώθοντας ξαφνικά ένα μικρό αίσθημα αμφιβολίας να τσιμπάει την καρδιά μου.
«έλα, τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα στον γάμο, μετά τον συνηθίζεις»
Όπως πάντα, ο πατέρας μου προσπαθεί να με χαλαρώσει με κάποιο από τα αστεία του. Ομολογώ ότι θα μου λείψουν αυτά. Περνάω το χέρι μου από το μπράτσο του και ξεκινάμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες. Έξω στην αυλή του σπιτιού μας είναι μαζεμένο όλο το σόι. Οι παραδοσιακές ποντιακές λίρες παίζουν έναν ήρεμο σκοπό, συνοδευόμενα από τα νταούλια. Και μόλις τώρα άρχισε το πανηγύρι.Αχιλλέας POV
Στέκομαι έξω από την εκκλησία, κοιτάζοντας συνέχεια το ρολόι στον καρπό μου. Ξεφυσάω.
«αργούν, πολύ αργούν»
Μουρμουρίζω, ενώ το πόδι μου χτυπάει νευρικά στο έδαφος.
«πρώτη φορά σε βλέπω τόσο αγχωμένο ξάδερφε»
Σχολιάζει ο Άρης, ο κατά δέκα χρόνια μικρότερος ξάδερφος μου.
«ε παντρεύομαι σήμερα, δεν κανόνισα να βγω ραντεβού»
«πω πω, νεύρα!»
Σχολιάζει, παριστάνοντας τον θιγμένο. Στριφογυρίζω τα μάτια μου από αγανάκτηση. Όταν παντρευτεί και αυτός, θα δει την γλύκα. Ξαφνικά, ακούω όργανα να παίζουν από το βάθος.
«μη μου πεις ότι αυτά είναι ποντιακά;»
Αναφωνεί ο Άρης, δείχνοντας σοκαρισμένος.
«ναι»
Απαντάω, με ένα χαμόγελο να προσπαθεί να φανεί στο πρόσωπο μου. Ήρθε! Δεν το μετάνιωσε. Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη ανακούφιση από ότι σήμερα. Κοιτάζω τον ουρανό, ευχαριστώντας σιωπηλά τον Θεό, την μοίρα, η οτιδήποτε κι αν είναι αυτό που με βοηθάει. Η ορχήστρα όσο πάει και πλησιάζει. Τα γέλια και τα επιφωνήματα χαράς γίνονται όλο και πιο έντονα στα αυτιά μου. Είναι κοντά. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, ενώ το στόμα μου έχει ξεραθεί. Μόλις την βλέπω να ξεπροβάλει ανάμεσα από τον κόσμο, νιώθω το πρώτο κύμα σοκ να με καταβάλει ολόκληρο, μουδιάζοντας κάθε νεύρο του κορμιού μου. Είναι πανέμορφη. Το λευκό νυφικό στρώνει τόσο όμορφα πάνω στο σώμα της, και το στεφάνι γύρω από τα μαλλιά της την κάνει να φαίνεται σαν νεράιδα, λες και βγήκε από κάποιο παραμύθι. Μόλις φτάνει κοντά μου, τα όργανα σταματάνε και οι ματιές μας συναντώνται.
«γαμπρέ, σου την παραδίδω. Και να μου την προσέχεις, έτσι!»
Με προειδοποιεί σχεδόν πειραχτικά ο πατέρας της. Του χαρίζω ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.
«αυτός είναι ο σκοπός μου»
Απαντάω σιγανά και μετά της δίνω την ανθοδέσμη. Τα γαλανά της μάτια λάμπουν από ευτυχία. Πως μπορείς να μην χαθείς μέσα σε αυτόν τον ουρανό; Χαμηλώνω το πρόσωπο μου στο δικό της, για να αφήσω ένα απαλό φιλί στο μάγουλο της.
«μοιάζεις με νεράιδα»
Ψιθυρίζω με κλειστά τα μάτια πάνω στο δέρμα της. Έπειτα τραβιέμαι, ώστε να την ξανά κοιτάξω κατάματα. Τώρα εκτός από το πλατύ χαμόγελο, υπάρχει και ένα απαλό κοκκίνισμα στα μάγουλα της.
«είσαι πανέμορφος»
«λες ε; να παντρεύομαι πιο συχνά τότε»
Απαντάω πειραχτικά, κάνοντας την να χαχανίσει.
«λοιπόν, πάμε να παντρευτούμε;»
Ρωτάω, προσφέροντας της το μπράτσο μου. Χωρίς κανένα δισταγμό, περνάει το χέρι της στον αγκώνα μου και παίρνουμε τον δρόμο για το εσωτερικό της εκκλησίας.
Λοιπόν λοιπόν, εδώ σας έχω ένα ας πούμε τρέιλερ, η μάλλον κάτι σαν τρέιλερ, γιατί είναι αρκετά μικρό το βιντεάκι, οπότε ναι. Κανονικά θα έπρεπε να το ανεβάσω στα πρώτα κεφάλαια, αλλά υγεία. Ελπίζω πάντως να σας αρέσει. :)
ESTÁS LEYENDO
Βρέχει αστέρια
No FicciónΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.