Αχιλλέας POV
Αφήνω με απογοήτευση το τηλέφωνο μου πάνω στον καναπέ. Έκτη φορά που της τηλεφωνώ και δεν μου απαντάει. Κλείνω τα μάτια, αφήνοντας μια μεγάλη ανάσα κούρασης να ξεφύγει από τα χείλη μου. Έχει εξαφανιστεί από εχθές. Ψάχνω παντού, αλλά δεν την βρίσκω. Γαμώτο, έφυγε και δεν πρόλαβα ούτε καν να της εξηγήσω, να την κάνω να καταλάβει πως ένιωσα. Αλλά και γω τι περίμενα; να μείνει και να με ακούσει; Θεέ μου, είμαι πραγματικά απαίσιος. Ξαφνικά, ακούω το κουδούνι του σπιτιού. Μια μικρή φλόγα ελπίδα σιγοκαίει στο στήθος μου. Ίσως επέστρεψε. Τρέχω ως την είσοδο, για να ανοίξω την πόρτα.
«γιατί δεν απαντάς στις κλήσεις μου;»
Η φλόγα της ελπίδα σβήνει, και την αντικαθιστά μια ακόμα μεγαλύτερη.
«επειδή πολύ απλά δεν ήθελα. Τώρα εξαφανίσου»
Λέω ενώ κάνω να κλείσω την πόρτα. Εκείνη όμως την σπρώχνει, κρατώντας την ανοιχτή.
«τι έγινε πάλι Αχιλλέα; ποιο είναι το πρόβλημα τώρα;»
«δεν έπρεπε να το μάθει έτσι γαμώτο! Το ξέρεις ότι έχει εξαφανιστεί από εχθές; το ξέρεις ότι την ψάχνω και δεν μπορώ να την βρω;»
Αναφωνώ, ανεμίζοντας τα χέρια μου με θυμό, τον οποίο αδυνατώ πλέον να συγκρατήσω. Εκείνη ρουθουνίζει ειρωνικά, δείχνοντας να το διασκεδάζει όλο αυτό.
«μη μου πεις ότι νοιάζεσαι για την τύχη της;»
«δεν είμαστε όλοι τόσο αναίσθητοι όσο εσύ, ξέρεις»
Αντιγυρίζω απότομα, αντιγράφοντας την ειρωνική της έκφραση.
«εγώ νοιάζομαι μονάχα για εσένα»
«αν νοιαζόσουν πραγματικά για εμένα, τότε θα με άκουγες και δεν θα έκανες συνέχεια του κεφαλιού σου!»
Γρυλίζω, καρφώνοντας την έντονα με το βλέμμα μου. Δεν φαίνεται να μετανοεί για κάτι. Είναι τόσο ανέκφραστη, σαν μια άψυχη κούκλα. Θέλω τόσο απεγνωσμένα να της φωνάξω τώρα, να την κατηγορήσω για όλα αυτά, για το σχέδιο, για την εξαπάτηση απέναντι στον πατέρα μου και στην Κατερίνα, για όλα. Αυτή φταίει για όλα, αυτή και μόνον αυτή!
«ξέρεις κάτι; κακώς κάθομαι τώρα εδώ»
Λέω πριν αρπάξω τα κλειδιά του αμαξιού μου.
«που πας τώρα;»
«να την βρω, να της εξηγήσω»
Απαντάω λιτά, βαδίζοντας προς την είσοδο του σπιτιού.
«να της εξηγήσεις τι; ότι ήταν να μάθει το έμαθε, τι άλλο θέλεις από εκείνην πια;»
Τα λόγια της με κάνουν να παγώσω, πριν ανοίξω την πόρτα. Όντως, τι άλλο θέλω από εκείνην; Αφού ξέρω ότι είμαι λάθος, γιατί επιμένω να την βρω; να της πω τι στην τελική; ένα συγγνώμη δεν θα διορθώσει τίποτα. Αλλά που να πάρει η οργή, θέλω να την δω. Θέλω απλά να την δω. Ξέρω ότι θα το μετανιώσω αυτό που πάω να κάνω, αλλά θα μπορέσω να ελαφρύνω λιγάκι τον εαυτό μου, να πω τουλάχιστον ότι προσπάθησα. Ανοίγω απότομα την πόρτα, νιώθοντας πιο αποφασισμένος από ποτέ.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Βρέχει αστέρια
Документальная прозаΚάτω από τον σκοτεινό ουρανό, με μάρτυρες τα αστέρια, τότε ήταν που ενώθηκαν οι ματιές μας. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα μου, ότι ανέπνεε από το δικό μου οξυγόνο, έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια.