Ψυχικά ασθενής

1.7K 196 4
                                    

Άνοιξε τα μάτια της και για μια στιγμή δεν ήξερε που βρισκόταν. Κοίταξε γύρω της και τότε θυμήθηκε. Κάθε πρωί τα ίδια, για μερικά δευτερόλεπτα νόμιζε πως ήταν στο σπίτι της και μετά όταν έβλεπε το άδειο δωμάτιο, το σιδερένιο κρεβάτι της και το κομοδίνο στο πλάι της με τα λιγοστά πράγματα συνειδητοποιούσε ξανά την πραγματικότητα. Ήταν τρελή. «Όχι τρελή... ψυχικά ασθενής» διέταξε τον εαυτό της όπως της είχε πει ο γιατρός της να λέει και σηκώθηκε όρθια. Φόρεσε τις ανατομικές λευκές της παντόφλες και αφού έβαλε ένα ζευγάρι φόρμες σε παστέλ απόχρωση έστρωσε λίγο τα μαλλιά της με τα χέρια της. Δεν είχε χτένα, ούτε βούρτσα, δεν επιτρεπόταν να έχει τίποτα από αυτά στο δωμάτιο της, έτσι ήταν οι κανονισμοί. Μα πως θα μπορούσε κάποιος να αυτοκτονήσει με μια βούρτσα μαλλιών ποτέ δεν κατάλαβε... «ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα εφευρετικός όταν θέλει κάτι» θυμήθηκε και πάλι τα λόγια του γιατρού και κατευθύνθηκε προς τα ντουζ. Καλημέρισε τον φύλακα και στην διαδρομή δεν μίλησε σε κανέναν παρά μόνο στην νοσοκόμα που είχε πρωινή βάρδια.

-Πως είμαστε σήμερα; Την ρώτησε εκείνη τρυφερά.

-Μια χαρά... κοιμήθηκα πάλι όλη την νύχτα εχθές. Της απάντησε η Νάνσυ και η νοσοκόμα χαμογέλασε.

-Είδες; Που φοβόσουν ότι δεν θα κοιμηθείς ποτέ ξανά; Μπράβο κορίτσι μου, είπε και της έδωσε ένα μικρό κυπελάκι με δύο χάπια.

-Δύο μόνο; Γιατί;

-Δωράκι.... Γιατί κοιμήθηκες καλά εχθές, είπε και της έκλεισε το μάτι. Και κάτι μου λέει ότι σε λίγο δεν θα τα χρειάζεσαι καν... συνέχισε η γλυκιά γυναίκα και την ακολούθησε στα ντουζ.

Δεν μιλούσε με τους άλλους ασθενείς, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνική και δεν έβρισκε πως υπήρχε λόγος να έχει μαζί τους συναναστροφές. Θεωρούσε πως ο καθένας τραβούσε τον δικό του Γολγοθά κι δεν ήθελε, όπως και αυτή κοινωνικές επαφές.

Αφού έκανε το μπάνιο της και έφαγε το πρωινό της βγήκε στην αυλή. Περπάτησε για λίγο και μετά κάθισε στο παγκάκι που καθόταν κάθε μέρα. Έμεινε εκεί μέχρι το μεσημέρι που ήρθε η ώρα του φαγητού και μετά ξάπλωσε στο δωμάτιο της ξανά μέχρι το απόγευμα όπου κάθισε στο σαλόνι μόνη της πάλι μέχρι το ρολόι να δείξει οχτώ, που θα σήμαινε την ώρα που είχε το ημερήσιο ραντεβού της με τον γιατρό της.

Την έβλεπε πάντα τελευταία. Εκείνη ήθελε να πιστεύει πως το έκανε αυτό γιατί ήταν η πιο ήπια περίπτωση εκεί μέσα. Της έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία και αυτό της έδινε την πεποίθηση ότι ήταν η αγαπημένη του. Λογικό άλλωστε, εκείνη δεν είχε κρίσεις, δεν παρίστανε κάποιον άλλο, δεν ούρλιαζε μονίμως και δεν είχε προσπαθήσει να κάνει κακό ούτε στον εαυτό της, ούτε σε κανέναν άλλο. Έτσι νόμιζε, έτσι ήθελε να νομίζει, γιατί πολύ απλά οι μέρες που η κατάσταση της ήταν έτσι ήταν θολές στο μυαλό της. Δεν θυμόταν πως ήταν λίγο καιρό πριν, πως ήταν όταν την έφεραν και πως αντιδρούσε σαν αγρίμι στο παραμικρό άγγιγμα. Αλλά ο νους της είχε επιλέξει να ξεθωριάσει αυτό το κομμάτι και να την κάνει να ξεχάσει λίγο πως ήταν. Αυτή ήταν η άμυνα της, αυτό είχε δεχτεί.

Στον γιατρό της έλεγε τα πάντα, για τους εφιάλτες, τους φόβους της, για το πόσο της έλειπε η κόρη της και για τον Άκη ακόμα. Αυτό τον τελευταίο καιρό, γιατί τις πρώτες μέρες που άρχισε να του μιλάει δεν ήθελε ούτε να αναφέρει το όνομα του.

Καθόταν στον πράσινο βελούδινο καναπέ που είχε στο γραφείο του και του μιλούσε ασταμάτητα, και εκείνος πάντα την άκουγε με προσοχή. Πολλές φορές του έλεγε τα ίδια και τα ίδια αλλά εκείνος πάντα ήταν υπομονετικός και ήρεμος, ακόμα και τις στιγμές που αυτή ξεσπούσε, ο γιατρός δεν έχανε την ψυχραιμία του παρά την άφηνε να ξεσπάσει.

Πλέον όμως ήταν καλά, έτσι νόμιζε, έτσι έδειχναν τα πράγματα. Σήμερα μάλιστα είχε πάρει και μόνο δύο χάπια, άρα ήταν πολύ καλύτερα. Ανυπομονούσε να βγει από εκεί, να γυρίσει σπίτι της και να πάρει την μικρή Έλενα στην αγκαλιά της. Να την αγγίξει, να την αγκαλιάσει, να χαθεί στην μυρωδιά της που τόσο πολύ της είχε λείψει. Από εκεί αντλούσε την δύναμη της, από την αγάπη της για το παιδί της. Και αυτό σκεφτόταν κάθε μέρα, έκανε όνειρα και σχέδια πως θα περνούσαν μαζί τον χρόνο τους όταν γυρνούσε για να αναπληρώσουν όλες τις χαμένες μέρες. Ήταν σχεδόν πέντε μήνες εκεί μέσα, η Έλενα θα ήταν πια ενός έτους. Άραγε να μιλούσε, να περπατούσε; Δεν γνώριζε, δεν είχε καμία επαφή με τους δικούς της. Αυτό ήταν το μόνο που δεν της άρεσε στο γιατρό της, είχε απαγορέψει κάθε επαφή με την οικογένεια της. Αλλά έκανε υπομονή και όποτε τις νύχτες ένιωθε πως οι εφιάλτες της θα κάνουν και πάλι την εμφάνιση τους έφερνε στο μυαλό της την εικόνα της κόρης της και ηρεμούσε. Είχε θεαματικά αποτελέσματα και επίδραση η Έλενα επάνω της.

Και ο Άκης, ο Άκης για εκείνη ήταν ένα κακό όνειρο. Μια σχέση, μια αγάπη που έπρεπε να αφήσει πίσω της. Αν ήθελε να μπορεί να σταθεί σαν μάνα σωστή δίπλα στην κόρη της έπρεπε να μείνει μακριά του. Είχαν προσπαθήσει πολλές φορές, και πάντα έκαναν τα ίδια σφάλματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να είναι μαζί του και να μην κινδυνεύει ξανά. Τον αγαπούσε, όχι δεν ήταν αρκετή η αγάπη για να περιγράψει αυτά που ένιωθε για εκείνον. Από την πρώτη στιγμή που την φίλησε τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι και ένιωσε την γεύση του για πρώτη φορά, της χάρισε ένα κομμάτι του και εκείνη ένα δικό του.

Αντάλλαξαν τις ανάσες τους για λίγο και αυτό ήταν αρκετό για να γίνουν ένα. Να δεθούν με ένα δεσμό τόσο δυνατό που δεν θα μπορούσε να κοπεί ότι και να συμβεί. Όσες φορές και αν τσακώθηκαν, όσο και αν θύμωσαν ο ένας με τον άλλο δεν μπορούσε να σβήσει αυτό που ένιωθαν. Αλλά πια δεν γινόταν να ρισκάρει ξανά. Θα πονούσε, θα πάλευε μέσα της αλλά θα τον έδιωχνε από κοντά της. Δεν την ένοιαζε να βρει κάποιον άλλο να προχωρήσει την ζωή της, δεν το ήθελε αυτό, αλλά έπρεπε να κρατηθεί ο ένας μακριά από τον άλλο. Για το καλό τους, και για το καλό της κόρης τους.

Μέχρι το τέλος(GW15)Where stories live. Discover now