Γιατί;

1.6K 189 5
                                    

Ήταν ένα Σάββατο βράδυ, ένα απλό Σαββατόβραδο που ο Άκης είχε να πάει σε μια φωτογράφηση και η Νάνσυ θα έμενε σπίτι με την μικρή. Ήταν σχεδόν τριών μηνών και η κοιλίτσα της είχε αρχίσει να φουσκώνει σιγά σιγά. Είχαν και οι δύο μέσα τους μια περίεργη ανησυχία που φοβόντουσαν να εκφράσουν. Και ενώ όλα έδειχναν καλά και ήρεμα κάτι δεν τους άφηνε να νιώθουν έτσι, σαν να έβλεπαν μπροστά...

Αφού της υποσχέθηκε άπειρες φορές ότι θα έχει το τηλέφωνο επάνω του και της τόνισε να τον καλέσει για οτιδήποτε χρειαζόταν φίλησε και τις δύο και έφυγε. Η Νάνσυ έμεινε με την μικρή και έπαιζαν ήρεμα στο δωμάτιο της Έλενας. Έπαιξαν, έφαγαν και κάποια στιγμή η μικρή νύσταξε και αποφάσισε να κοιμηθεί. Η Νάνσυ αφού έβαλε την κόρη της για ύπνο κάθισε λίγο στο σαλόνι να ξεκουραστεί. Είχε μια περίεργη αίσθηση από το πρωί αλλά ήθελε να πιστεύει πως ήταν απλά αδιαθεσία λόγω της κατάστασης της. Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια της και κάλεσε τον Άκη. Δεν ήθελε κάτι συγκεκριμένο, ήθελε απλά να ακούσει την φωνή του για να αισθανθεί λίγο καλύτερα και να της φύγει αυτός ο ανόητος φόβος που της είχε καρφωθεί. «Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος» της απάντησε η ψυχρή φωνή του τηλεφωνητή και νευριασμένη πέταξε το τηλέφωνο δίπλα της.

-Ευτυχώς που θα είχες το κινητό επάνω σου για ότι χρειαζόμουν... μουρμούρισε και ξάπλωσε αγγίζοντας την κοιλιά της που είχε αρχίσει να πονάει. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά ήταν αδύνατο. Είχε νεύρα που ο Άκης είχε κλειστό το κινητό του, είχε και αυτή την περίεργη αίσθηση, δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο της μικρής να συμμαζέψει λίγο με την ελπίδα ότι θα ξεχαστεί έτσι. Όμως με την πρώτη κίνηση που έκανε να σκύψει για να πιάσει ένα παιχνίδι της Έλενας ένας οξύς πόνος την έκανε να πέσει κάτω. Πονούσε πάρα πολύ, υπέφερε, ήταν σαν να την έκοβαν στα δύο. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά ήταν αδύνατο. Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα πόνου που τα είχαν γεμίσει και κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να συρθεί έξω από το δωμάτιο. Έπρεπε να φτάσει στο σαλόνι, να βρει το τηλέφωνο της και να πάρει τον Άκη. Ένας ακόμα πόνος ήρθε να την κάνει κομμάτια και έβγαλε μια κραυγή που ξύπνησε την Έλενα. Η μικρή βλέποντας την μαμά της σε αυτή την κατάσταση πετάχτηκε από το κρεβάτι και πήγε κοντά της. Η Νάνσυ ανάμεσα στα αναφιλητά της παρακάλεσε την κόρη της να της φέρει το τηλέφωνο της. Το παιδί τρομαγμένο υπάκουσε και σε δευτερόλεπτα μέσα ήταν πίσω με το κινητό στα χέρια. Αλλά η Νάνσυ δεν μπορούσε ούτε τα πλήκτρα να πατήσει.

-Μπορώ εγώ μαμά... είπε η Έλενα και πήρε τον πατέρα της τηλέφωνο.... Μαμά απαντάει μια κυρία... δεν πήρα τον μπαμπά; Είπε ανήσυχο το παιδί.

Κατάλαβε ότι ακόμα το τηλέφωνο του ήταν κλειστό και ξαφνικά φοβόταν πάρα πολύ. Δεν ήταν φυσιολογικό που ένιωθε έτσι, αυτός ο πόνος δεν ήταν κάτι απλό, σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Και ο άντρας της; Που ήταν και αυτός εκείνη την στιγμή; Της είχε υποσχεθεί ότι θα έχει το νου του στο τηλέφωνο του και αυτός τόση ώρα το είχε κλειστό. Θύμωσε, νευρίασε αλλά ο πόνος της όλο και δυνάμωνε. Άρπαξε το τηλέφωνο από τα χέρια της μικρής και κάλεσε τον αδερφό της, κατάφερε να του πει απλά να τρέξει κοντά της και μετά άφησε το κινητό να γλιστρήσει από τα χέρια της και διπλώθηκε στα δύο από έναν ακόμα πόνο που της έκοψε την ανάσα. Ο Άγγελος έφτασε γρήγορα και του άνοιξε η Ελενίτσα που δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει και τα είχε χάσει βλέποντας την μητέρα της σε αυτή την κατάσταση. Πήρε την αδερφή του στα χέρια του που ήταν σχεδόν λιπόθυμη και την έβαλε στο αυτοκίνητο μαζί με την μικρή και ξεκίνησε για το νοσοκομείο.

-Βρες τον Άκη... ήταν η τελευταία της κουβέντα πριν την πάρουν στο χειρουργείο και κλείσει τα μάτια της παραδομένη στον πόνο της.

Μέχρι το τέλος(GW15)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant