Έτρεμε από την αγωνία της όσο περνούσε η ώρα και οι γιατροί δεν έβγαιναν από το δωμάτιο και όταν μια νοσοκόμα έφερε δύο φιάλες αίμα έχωσε το κεφάλι της στην πόρτα με την ελπίδα να δει κάτι και να καταλάβει τι συμβαίνει. Οι γιατροί ήταν επάνω από τον Άκη και κάτι έκαναν και εκείνος τους κοιτούσε σαστισμένος. Τους κοιτούσε; Είχε τα μάτια του ανοιχτά, το είδε, ήταν σίγουρη, είχε ξυπνήσει, είδε τα μάτια του, το βλέμμα αυτό που λάτρευε, όχι δεν μπορεί να ήταν ιδέα της. Ο Άκης της είχε συνέλθει. Δεν την κρατούσε πια ο τόπος, δεν άντεχε άλλο αυτή την αναμονή. Άνοιξε την πόρτα μόνη της και αγνοώντας κάθε κανονισμό πήγε δίπλα του τόσο γρήγορα που κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Οι γιατροί έβαλαν τις φωνές και την έβγαλαν έξω σηκωτή. Την πήγαν με το ζόρι στο δωμάτιο της και αναγκάστηκαν να της κάνουν ηρεμιστική ένεση για να την κρατήσουν στο κρεβάτι της. Όταν το υγρό άρχισε να κυλάει στις φλέβες της ένας γλυκός ύπνος ήρθε και την πήρε αγκαλιά.
Ήταν σε ένα λιβάδι, ξαπλωμένη στο καταπράσινο γρασίδι και γελούσε, γελούσε τόσο που ένιωθε τα μάγουλα της να καίνε. Στο βάθος ακουγόταν ένα γνώριμο τραγούδι, την μελωδία την αναγνώριζε, την ήξερε αλλά δεν θυμόταν από πού... Δίπλα της έβλεπε δύο φιγούρες να γελάνε μαζί της και να τρέχουν. Δεν έβλεπε πρόσωπα αλλά μόνο την σκιά τους. Και ενώ ένιωθε τόσο όμορφα δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι της προς το μέρος τους. Διασκέδαζε μαζί τους, χόρευε με τις σκιές αλλά δεν μπορούσε να αντικρίσει τα πρόσωπα των ανθρώπων που ήταν μαζί της όσο και αν πάσχιζε. Και τότε, μέσα στη χαρά της όλα σκοτείνιασαν. Δεν ήταν πια στο λιβάδι αλλά κάπου σκοτεινά. Έκανε ψύχρα και ζέστη ταυτόχρονα. Ίδρωνε και πάγωνε την ίδια στιγμή. Και φοβόταν, πολύ τόσο που έτρεμε. Έψαχνε τις φιγούρες που ήταν πριν μαζί της αλλά δεν ήταν πουθενά. Άρχισε να τρέχει χωρίς να ξέρει τι ψάχνει μέχρι που είδε τα πρόσωπα να παίζουν ακόμα στο λιβάδι. Εκείνη όμως ήταν ακόμα στο σκοτάδι. Τότε αναγνώρισε τα πρόσωπα, ήταν ο Άκης με την κόρη της. Χόρευαν το τραγούδι που άκουγε πριν και τραγουδούσαν μαζί. έμοιαζαν πολύ ευτυχισμένοι οι δύο τους, και ας μην ήταν εκείνη κοντά τους. Όχι, έμοιαζαν ευτυχισμένοι γιατί εκείνη δεν ήταν κοντά τους. Ένας πόνος διαπέρασε όλο το κορμί της, δεν ήταν σωματικός πόνος αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν ακριβώς. Έκλαιγε και τους φώναζε αλλά εκείνοι δεν την άκουγαν όσο δυνατά και αν ούρλιαζε. Κάποτε κατάφερε να βγει από το σκοτάδι και να πλησιάσει προς το μέρος τους αλλά ένα δυνατό χέρι την τράβηξε πίσω. «Δεν βλέπεις ότι είναι καλύτερα χωρίς εσένα; Εσύ ανήκεις εδώ... μαζί μου... γιατί είσαι ίδια με εμένα.... Θυμάσαι πως σου φώναζα; Έτσι φωνάζεις και εσύ σε αυτόν που αγαπάς... είσαι ίδια με εμένα» της έλεγε ο άντρας και την κοιτούσε ικανοποιημένος. Όταν είδε ξεκάθαρα το πρόσωπο του τρόμαξε, ήταν ο πατέρας της που της μιλούσε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και προσπάθησε να διώξει την εικόνα του. «όχι, είναι όνειρο...» έλεγε στον εαυτό της και πίεζε τον εαυτό της να ξυπνήσει αλλά μάταια. Φώναζε και άρχισε να τρέχει, και όσο εκείνη έτρεχε τόσο εκείνος μεγάλωνε πλάι της και γινόταν τεράστιος, μέχρι που εκείνη ήταν σαν καρφίτσα και αυτός γίγαντας. Την έπιασε στο χέρι του και την σήκωσε στον αέρα. «Είσαι ίδια με εμένα» είπε χαιρέκακα και εκείνη ούρλιαξε.
YOU ARE READING
Μέχρι το τέλος(GW15)
RomanceΟ Άκης και η Νάνσυ γνωρίζονται από παιδιά! Και ερωτεύονται σχεδόν με την πρώτη ματιά..και στο πρώτο τους ραντεβού καυγαδίζουν... γιατί είναι ίδιοι, γιατί μια αόρατη κλωστή τους δένει και τους κρατάει ενωμένους μια ζωή ολόκληρη...να αγαπούν και να μι...