Κάπως έτσι άρχισαν όλα...

5.4K 362 9
                                    

-Θα έρθει ο Άκης από την προπόνηση το μεσημέρι να φάμε μαζί γιατί θα πάμε βόλτα το βράδυ εντάξει μαμά;

-Ναι αγόρι μου, ότι θέλεις. Φώναξε η Έλενα στον γιο της και συνέχισε να χτενίζει την κόρη της.

-Δεν καταλαβαίνω γιατί πάντα αυτός κάνει ότι θέλει και εγώ πρέπει να σας ρωτάω για όλα και να μου λέτε και όχι πάντα, γκρίνιαξε η Νάνσυ.

-Γιατί ο αδερφός σου είναι μεγαλύτερος, όταν φτάσεις και εσύ στην ηλικία του θα κάνεις ότι θες.

Η μικρή έκανε έναν μορφασμό απογοήτευσης και δεν ξαναμίλησε. Αφέθηκε στα χέρια της μητέρας της που την χτένιζε και σκεφτόταν πότε επιτέλους θα μεγαλώσει και εκείνη για να μπορεί να βγαίνει όποτε θέλει με όποιον θέλει. Αλλά εκείνη τη βόλτα του Σαββάτου, πόσο πολύ την λαχταρούσε. Έβλεπε τα παιδιά στους δρόμους, τις καφετέριες που φώναζαν, διασκέδαζαν και γελούσαν κάθε φορά που έκανε την καθιερωμένη βόλτα με τους δικούς της και ζήλευε την τύχη τους τόσο που μερικές φορές της ερχόταν να τρέξει κοντά τους και ας μην τους ήξερε, να πάει μαζί τους και να διασκεδάσει ανέμελη και αυτή όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας της. Αλλά ποτέ δεν το έκανε γιατί ήξερε τις συνέπειες που θα είχε μετά. Ο πατέρας της ήταν πολύ αυστηρός, ήταν παλαιών αρχών όπως θα λέγαμε. Ο γιος του ήταν αγόρι και μπορούσε να κάνει ότι θέλει όποτε το θέλει, αλλά η κόρη του μέχρι να κλείσει τα δεκαοχτώ δεν μπορούσε να βγαίνει μόνη της βόλτες. Και η Νάνσυ που ήταν μόλις δεκαεφτά ανυπομονούσε να περάσουν τα χρόνια και να φύγει από το σπίτι.

-Θα βγαίνω το πρωί και θα γυρίζω το άλλο πρωί όταν γίνω δεκαοχτώ, έλεγε κρυφά στην μητέρα της όταν εκείνη της ζητούσε να κάνει υπομονή.

-Αφού τον ξέρεις τον πατέρα σου, κάνε λίγη υπομονή, από αγάπη το κάνει. Θέλει να σε προστατέψει γιατί σε αγαπάει.

-Εγώ όμως δεν τον αγαπάω. Απαντούσε η μικρή και στεναχωρούσε την Έλενα. Δεν είχε όμως άδικο και δεν έλεγε ψέματα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της σαν άνθρωπο, δεν είχε κάτσει εκείνος ποτέ μαζί της να συζητήσουν, να την παίξει, να την συμβουλέψει έστω. Το μόνο που είχε από εκείνον ήταν φωνές, καυγάδες, απειλές και τα χτυπήματα του όταν ήταν πιο μικρή. Εκείνος είχε αδυναμία στον Άγγελο και το έδειχνε. Κορίτσι και δεύτερο παιδί δεν ήθελε, αλλά αφού ήρθε τι να έκανε. Έδειχνε λοιπόν την αντιπάθεια του στην Νάνσυ σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο. Και δεν την πείραζαν όλα αυτά αλλά εκείνο που την έκανε να τον σιχαθεί ήταν το ξύλο. Την χτυπούσε τόσο συχνά και πολλές φορές με τόση κακία που νόμιζε κανείς ότι προσπαθούσε να την σκοτώσει. Έτσι λοιπόν ο Άγγελος που ήταν δεκαεννέα μπορούσε να κάνει ότι ήθελε ενώ εκείνη τίποτα. Η μόνη έξοδος που είχε ήταν κάθε Σάββατο που ακολουθούσε τους γονείς της στην καθιερωμένη τους βόλτα για καφέ και έπειτα σε κάποια ταβέρνα με φίλους τους για φαγητό. Βαριόταν τόσο πολύ αυτή την παρέα η Νάνσυ αλλά δεν είχε άλλη επιλογή και ειλικρινά από το να κλείνεται μέσα το προτιμούσε. Άλλωστε καθόταν και παρατηρούσε τον κόσμο που περνούσε και τα παιδιά που τριγυρνούν και φανταζόταν κάθε φορά πως το έσκαγε από το σπίτι και κυκλοφορούσε με όλους αυτούς που ο πατέρας της έλεγε αλήτες.

Μέχρι το τέλος(GW15)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant