Κλώτσησε το χαλίκι που βρήκε στο διάβα του και το παρακολούθησε βαριεστημένα να κατρακυλά πάνω στο τσιμεντένιο μονοπάτι που ακολουθούσε το τελευταίο μισάωρο. Η πινακίδα πολυκαιρισμένη και σκουριασμένη τον καλωσόριζε στο μικρό χωριό που αποτελούσε τον τόπο κατοικίας του σχεδόν ολόκληρη την ζωή του. Εξήντα χρόνια ζούσε εδώ. Ανέπνεε, όποτε φυσούσε νοτιάς τον καθάριο βουνίσιο αέρα και όποτε φύσαγε βοριάς ερχόταν η θαλασσινή αύρα και ανακατευόταν με την μυρωδιά του φασκόμηλου, της ρίγανης, του θυμαριού και της ελιάς που ήταν κατάφυτη η περιοχή όλη.
Εξήντα χρόνια μόχθου, εργασίας και προκοπής. Γιατί από όταν θυμόταν το εαυτό του τον θυμόταν να εργάζεται. Είτε στα χωράφια με την μητέρα του είτε στο βουνό με τα πρόβατα του πατέρα του. Όλοι είχαν τις αρμοδιότητες τους. Οι γυναίκες στα πιο εύκολα και οι άντρες στα δύσκολα χειρωνακτικά. Όταν παλικαράκι αμούστακο αποφάσισε να μάθει την τέχνη του οικοδόμου κανείς δεν τον εμπόδισε. Ποιος πατέρας θα ήθελε την σκληροτράχηλη δουλειά του βοσκού να περάσει στον γιο του; Κανείς, κατέληξε και γι αυτό οι γονείς του αφού του είχαν δώσει την ευχή τους τον άφησαν να κατέβει στην πόλη και να μάθει να χτίζει, να καλουπώνει, να μερεμετίζει και να βάφει.
Σιγά σιγά με τα χρήματα που μάζευε από την εργασία του ως βοηθός ενός εργολάβου αγόραζε τα δικά του εργαλεία. Τα απογεύματα που σχόλαγε αν και κουρασμένος ποτέ δεν αρνήθηκε να μερεμετίσει κάτι που του ζητούσαν και γρήγορα έγινε αγαπητός, έχτισε το όνομα του στον κύκλο και πήρε το πρώτο του αυτοκίνητο. Και σύντομα γνώρισε την Καλλιόπη. Εκείνο το αυθάδικο και πεισματάρικο κορίτσι που κυνήγησε επίμονα μέχρι να την πείσει να του δώσει μια ευκαιρία να της αποδείξει την αγάπη και το σεβασμό του. Η οποία σήμερα του ετοίμαζε σπανακόρυζο, σκέφτηκε και βόγκηξε απελπισμένος και έχοντας φτάσει στο γνώριμο πλέον χαλίκι το ξανά κλώτσησε ξεσπώντας εκεί την πικρία του και την όποια αγανάκτηση του. Γιατί στα εξήντα του χρόνια, στα καλά καθούμενα είχε υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο το οποίο ευτυχώς δεν τον είχε στείλει αδιάβαστο όπως έλεγε χαριτολογώντας στον άλλο κόσμο αλλά είχε αλλάξει τον κόσμο του όπως τον ήξερε. Γιατί εργασία και χαρά για αυτόν πλέον... τέλος. Έτσι είχαν αποφασίσει τα καμάρια του, ζωή να έχουν, με το γιατρό να συμφωνεί ότι πλέον θα έπρεπε να περιοριστεί σε μια πιο χαλαρή και ξεκούραστη ζωή. Και τα εργαλεία του μαζευτήκαν και βολευτήκαν στην αποθήκη. Και εκείνος με τον άπλετο χρόνο που είχε έκοβε βόλτες στις ερημιές για να μην μπλέκεται στα πόδια της γυναίκας του εκνευρίζοντας την περισσότερο. Τι άλλο του έμελλε να κάνει εφόσον τα παιδιά του βρίσκονταν διασκορπισμένα εκτός από την Ροδάνθη του, την μικρότερη του κόρη, στις τέσσερις άκρες του νησιού, σκέφτηκε εκνευρισμένος και ξεφύσησε.
Δεν παραπονιόταν για τα παιδιά του. Απεναντίας. Τα είχαν καταφέρει υπέροχα ως τώρα.
BẠN ĐANG ĐỌC
ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗ
Lãng mạnΈνα παράπονο που έγινε ευχή. Ένα παιχνίδι και ένα στοίχημα. Πέντε βόλοι, πέντε παιδιά. Όταν οι Θεοί ανακατεύονται με τους άνθρωπους και οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν Θεοί μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Νικητής στο παιχνίδι αυτό μονάχα η αγάπη. Πάμε...