Βάδιζε αργά προς το σοκάκι του ναού κουβαλώντας στην αγκαλιά του τα νέα φυτά που του είχε δώσει η Καλλιόπη. Τα είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο πωλητή που είχε περάσει από το χωριό μόλις χτες το απόγευμα. Ο κυρ Μανώλης είχε σκοπό να τα φυτέψει δίπλα στην είσοδο του ναού και μερικά σποραδικά εδώ και εκεί. Υπήρχε άπλετος χώρος που θα μπορούσαν να φυτευτούν και να ταιριάξουν όμορφα και μιας και δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει...και η Καλλιόπη είχε ξεκινήσει αξημέρωτα να κάνει γενική και του το ξέκοψε ορθά κοφτά να εξαφανιστεί μες από τα πόδια της τι άλλο του έμελλε να κάνει;
Ρουθούνισε εκνευρισμένος στη θύμηση του ότι θα έτρωγαν το χθεσινό φαγητό για μεσημεριανό. Και αν αυτό θα ήταν κάτι της προκοπής δεν θα υπήρχε πρόβλημα αλλά να φάει για δεύτερη μέρα αρακά με αγκινάρες αυτό δεν το θέλει ούτε ο θεός, κατέληξε και έκανε τελευταία στιγμή άκρη για να μην πατήσει τον Αλήτη που είχε πεταχτεί από το πουθενά μες στα πόδια του.
"Άλλο πάλι και τούτο. Βρε καλώς τόνα. Πως και μοναχός σου;" αναρωτήθηκε δυνατά έχοντας σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχε ίχνος της Ελβίνας και του Ιωσήφ τριγύρω. Γέλασε και συνέχισε να περπατάει με τον νέο του συνοδοιπόρο. "Τι έγινε φιλαράκο; Είναι μες στα μέλια και σε ξέχασαν; " ρώτησε και γέλασε ξανά "Εμ έτσι είναι φιλαράκι μου....Αγαπιούνται και είναι στην αρχή τους...έχουν πολλά να μάθουν ο ένας για τον άλλον ακόμα. Εμείς περιττεύουμε. "
Έχοντας φτάσει στο σημείο που ήθελε ακούμπησε προσεχτικά τις σακούλες με τα φυτά χάμω και χάρισε μερικά χάδια στο σκυλάκι. "Βρε εσύ μοσχομυρίζεις!" αναφώνησε και σαν να του φάνηκε ότι το σκυλί σκυθρώπιασε. "Τι ; Σε χώσανε τελικά για μπάνιο καψερέ;" ρώτησε γελώντας με το σκυλί να γρυλίζει ενοχλημένο. "Τώρα κατάλαβα γιατί την κοπάνησες...Κάτσε εδώ τότε και κάνε μου παρέα." πρότεινε και ξεκίνησε να σκάβει μερικούς λάκκους για τα νέα φυτά του σιγοτραγουδώντας ένα παλιό σκοπό.
Η ώρα είχε περάσει , η δουλειά που για εκείνη είχε έρθει είχε ολοκληρωθεί και εκείνος καθόταν στο ξύλινο μοναστηριακό τραπέζι και κοίταζε δυο τρεις επισκέπτες που είχαν έρθει να επισκεφτούν την υπόγεια αίθουσα που φιλοξενούσε στα χρόνια της σκλαβιάς ένα σχολείο. Δηλαδή ήταν τρελό! Τόσα χρόνια , τόσοι άνθρωποι και κανένας δεν ήξερε ότι κάτω από τα πόδια τους υπήρχε ένας κρυμμένος θησαυρός! Γιατί θησαυρός ήταν για το λησμονημένο τους χωριό εκείνη η ανακάλυψη. Ήταν αναμενόμενο να φέρει πλήθος κόσμου που ήθελαν να το επισκεφτούν και έπειτα πλημμύριζαν την πλατεία είτε για καφέ ή αναζητώντας κανένα μεζέ. Το χωριό τους είχε γεμίσει κόσμο. Λες και ο Αρχάγγελος τον είχε ακούσει. Εν μέρη. Κοίταξε τους επισκέπτες με προσοχή καθώς φωτογραφίζονταν έξω από τον ναό και χαμογέλασε με την ματιά του να μην ξεκολλάει από το μικρό παιδί που είχαν μαζί τους, ένα κοριτσάκι γύρω στα έξι με επτά που δεν άφηνε τίποτα ανεξερεύνητο και χωρίς να ρωτήσει. Πόσο του έλειπε και αυτού μια τέτοια παρέα, κατέληξε και ρουθούνισε ξανά. Μια παρέα που είχε ελπίσει ότι θα αποκτούσε σύντομα αλλά όλα είχαν ανατραπεί.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗ
Любовные романыΈνα παράπονο που έγινε ευχή. Ένα παιχνίδι και ένα στοίχημα. Πέντε βόλοι, πέντε παιδιά. Όταν οι Θεοί ανακατεύονται με τους άνθρωπους και οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν Θεοί μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Νικητής στο παιχνίδι αυτό μονάχα η αγάπη. Πάμε...