~13~

537 98 19
                                    

Σαν λαβωμένο ζώο όρμισε κατά πάνω στον Ιωσήφ. Αιχμαλώτισε τα χείλη του με τα δικά της και απελπισμένα, θαρρείς και ασφυκτιούσε για μια λυτρωτική ανάσα χώρισε βίαια τα δικά του απαιτώντας να του κλέψει το δικό του οξυγόνο. Θύμιζε κάποιον που τον κρατάνε κάτω από την επιφάνεια του νερού, δίχως την θέληση του και με σπασμωδικές κινήσεις προσπαθούσε εκείνος να ξεφύγει, να κολυμπήσει προς την επιφάνεια και να επιζήσει παίρνοντας την πολυπόθητη ανάσα στα στήθη του. Έτσι αισθανόταν.  Απογνωση. Απελπισία. Και όμως εκείνη τη στιγμή ένοιωθε τον Ιωσήφ να βουλιάζει μαζί της προς το πυθμένα. Με τα κορμιά τους να έχουν ενωθεί, το βάρος της απελπισιας της, τους παρέσερνε προς το βυθό. Χαμένοι μες στη δική τους υδαρή φούσκα. Στο χορό τους μπλέχτηκαν τα χέρια της αρπάζοντας ότι έβρισκαν.  Η ορμή της έγινε δίνη που τους ρούφηξε. Βάθυνε το φιλί της μετά την πρόσβαση που της δόθηκε και η γλώσσα της ξεκίνησε, χωρίς να ζητήσει την δική του άδεια, ένα χορό χωρίς κανόνες και συγκεκριμένες κινήσεις. Για μελωδία υπήρχαν οι αναστεναγμοί της. Ένα βογκητό και άλλαζε ο ρυθμός. Γινόταν ακόμα πιο βίαιος. Πιο απαιτητικός. Πιο αχαλίνωτος. 

Ήταν ο αντιπερισπασμός που χρειάζονταν. Ίσως τελικά να υπήρχε ένας άγγελος ανάμεσά τους αλλά σίγουρα δεν ήταν εκείνη. Εκείνη είχε εκπέσει προ πολλού. 

Η ορμή της τον έκανε να παραπατήσει. Να πέσει με την πλάτη σε ένα μαντρότοιχο. Το βογκητό του σαν να σήκωσε το διακόπτη του μυαλού της. Τινάχτηκε από το ξάφνιασμα. Τους χώριζαν μερικά εκατοστά. Τα χείλη τους μισάνοικτα ρούφαγαν κοφτές ανάσες. Προτού να κλέψει το οξυγόνο του, είχε κλέψει εκείνος το δικό της. Τράβηξε τα χέρια της μέσα από το τσαλακωμένο πουκάμισο του λες και την έκαιγαν. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα. Να δει τι; Στα μάτια του την κάψα που του είχε προκαλέσει;

 Τι είχε κάνει;

Πως επέτρεψε να συμβεί αυτό; Από εκεί που απολάμβανε μια δανεική οικογενειακή στιγμή, είχε βρεθεί αντιμέτωπη με το να ξυπνάει ο πόνος. Το άδικο. Πάνω στη απελπισμένη φυγή της βρέθηκε  κολλημένη στο κορμί του Ιωσήφ με τα χείλη τους ενωμένα. Δεν ήταν αυτός ο σωστός αντιπερισπασμός. Που είχε χαθεί όλη η λογική της;

Ο Ιωσήφ με ότι αυτοέλεγχο διέθετε πέρασε το χέρι του μπροστά και προσπάθησε να την αγγίξει. Αισθάνθηκε την ταραχή της. Είδε το βλέμμα της από σαστισμένο να αλλάζει. Το γνωστό σκληρό της προσωπείο είχε επανέλθει.
«Η ζέστη. Ο ήλιος. Με έχει ζαλίσει. Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά...»

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now