«Το συνεργείο καταφτάνει σε μισή ώρα και δεν απαρτίζεται από γυναίκες που θα ευχαριστιόντουσαν να σε βρουν σε αυτή τη στάση.» σχολίασε η Ελβίνα με ένα αχνό χαμόγελο ενώ κύλαγε το φόρεμα στο κορμί της. Είχε ξυπνήσει με το πρώτο λάλημα του κόκορα και είχε πεταχτεί από το κρεβάτι του Ιωσήφ σχεδόν αμέσως. «Νομίζω ότι σήμερα δεν θα καταφέρω να βρεθούμε το απόγευμα. Ο ξυλουργός δεν μπορούσε να έρθει πρωινή ώρα και έχουμε κλείσει ραντεβού μετά τις πέντε.» συνέχισε ισιώνοντας το κορμί της και τινάζοντας τα μαλλιά της προς τα πίσω.Αντιλήφθηκε χωρίς να τον κοιτάζει ευθέως τις σπίθες που έλαμψαν στο βλέμμα του, τόσο δυνατές που ήταν και χώθηκε στο μπάνιο κατευθείαν αποφεύγοντας τον. Ναι, ήταν δικαιολογία. Κατάφωρο ψέμα ήταν. Εκείνη είχε αλλάξει την ώρα της συνάντησης της με τον ξυλουργό που θα έφτιαχνε τις προσθήκες στις τοιχογραφίες. Εκείνη με ένα βιαστικό τηλεφώνημα που του έκανε αργά το βράδυ μόλις είχε μείνει μόνη. Εκείνη ήθελε το απόγευμα της να είναι γεμάτο. Αλλά είχε αναγκαστεί να φτάσει ως εδώ. Ο Ιωσήφ το είχε προκαλέσει με τις ερωτήσεις του. Είχαν σημάνει το συναγερμό στο μυαλό της. Τον είχε αφήσει να πλησιάσει πολύ κοντά. Και μετά από αυτές τις ερωτήσεις, οι κουβέντες που είχαν ανταλλάξει ήταν ελάχιστες. Ο Ιωσήφ ευτυχώς δεν είχε επιμείνει να του δοθούν απαντήσεις στις ερωτήσεις που είχε ξεστομίσει. Αλλά σε αυτό συνετέλεσε Σωτήρης που τον είχε πάρει τηλέφωνο ζητώντας του να βρεθούν. Είχε ακουστεί ιδιαίτερα επίμονος και ο Ιωσήφ μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά είχε αφήσει ότι είχε ξεκινήσει και είχε πάει να τον συναντήσει.
Ο Ιωσήφ χασμουρήθηκε και ανασηκώθηκε. Είχε καταλάβει ότι η Ελβίνα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να τον εμπιστευτεί σε τόσο μεγάλο βαθμό. Έφερνε στο νου του την χτεσινή αντίδραση της, το χρώμα του προσώπου της, την αμηχανία της, το βλέμμα της το τρομαγμένο. Πως είχε μαζευτεί όλη νύχτα στην μία άκρη του κρεβατιού. Φοβόταν μήπως την είχε χάσει ήδη.
Όταν είχε γυρίσει την βρήκε ευτυχώς στο κρεββάτι του. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό μιας και την βρήκε να κοιμάται. Ή έστω να παριστάνει ότι κοιμόταν. Δεν πήγαινε το μυαλό του ότι η Ελβίνα είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις της. Σηκώθηκε με τη σειρά του με το μυαλό του αναστατωμένο και ξεκίνησε να ντύνεται. Δεν είχε ένα θέμα να αντιμετωπίσει αλλά πολλά. Με κυριότερο αυτό της Ελβίνας. Αλλά θα ερχόταν ο μηχανικός με τον εργολάβο που θα αναλάμβανε την ανακαίνιση του πατρικού σπιτιού και έπρεπε να είναι έτοιμος. Για μερικές μέρες θα έμενε στο σπίτι του παπά Μηνά. Του το είχε προτείνει ο καλοπροαίρετος γέροντας και δεν είχε μπορέσει να αρνηθεί. Εκείνος άστεγος, το σκυλί του αδέσποτο ξανά και η κοπέλα του φευγάτη με το να μην του χαρίζει ούτε τη ματιά της. Και μόλις του είχε ανακοινώσει ότι το απόγευμα δεν θα βρίσκονταν. Ωραία τα είχε καταφέρει. Αυτός και ο πανικός του ο κακός σύμβουλος.
YOU ARE READING
ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗ
RomanceΈνα παράπονο που έγινε ευχή. Ένα παιχνίδι και ένα στοίχημα. Πέντε βόλοι, πέντε παιδιά. Όταν οι Θεοί ανακατεύονται με τους άνθρωπους και οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν Θεοί μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Νικητής στο παιχνίδι αυτό μονάχα η αγάπη. Πάμε...