«Σωστά το κάνω έτσι;" ρώτησε η Ελβίνα κοιτώντας σχεδόν τρομοκρατημένη την ντομάτα που βαστούσε στο χέρι της. Στο άλλο χέρι κράταγε ένα κουτάλι το οποίο μόλις είχε βυθίσει στη ζουμερή και μαλακή σάρκα του λαχανικού.
«Ώχου μωρέ γυναίκα, άφησε την ήσυχη την κοπελιά! Ήντα θες να την εβάζεις να σου ανοίγει τις ντομάτες;» γκρίνιαξε ο κυρ Μανώλης πίνοντας μια ρουφηξιά από τον αχνιστό καφέ του που επίσης με πολύ κόπο και διαβουλεύσεις με το γιατρό του είχε κερδίσει. «Αυτή είναι ευρωπαία, γραμματιζούμενη. Σπουδαία πολύ. Σιγά μην έχει ανάγκη να ανοίγει ντομάτες.» συνέχισε την γκρίνια του για να εισπράξει ένα δολοφονικό βλέμμα από την γυναίκα του.
«Και που είναι σπουδαγμένη; Τι μ' αυτό Μανώλη; Οι κόρες σου δεν είναι σπουδαγμένες; Αύριο- μεθαύριο που θα φτιάξουν τα σπιτικά τους να μην ξέρουν να μαγειρεύουν στους άντρες τους και στα παιδιά τους; Τι λογική είναι αυτή; Και στο κάτω – κάτω δεν την ανάγκασα. Μονάχη της προσφέρθηκε. Μην μιλάς λοιπόν και πίνε το καφέ σου. Εκτός αν θες να πιάσεις να βοηθήσεις για να έχεις λόγο.» τον αποστόμωσε η Καλλιόπη δίνοντας άλλη μια ντομάτα στην κοπέλα όσο εκείνη αναλάμβανε να βγάλει τη σάρκα από μια μελιτζάνα.
Η Ελβίνα θα χαμογελούσε με την στιχομυθία του αντρόγυνου αν δεν είχε τα υγρά από τα ζαρζαβατικά να τρέχουν ανάμεσα στα δάχτυλα της και στα χέρια της. Αυτό που θαύμαζε από την στιγμή που κάθισε και ξεκίνησε η κυρία Καλλιόπη να τα σχίζει είναι οι ευωδίες του καθενός που ήταν σίγουρη ότι ήταν πιο έντονες από ότι είχε ποτέ μυρίσει. Ειδικά όταν η νοικοκυρά ψιλόκοψε τα χορταρικά που χρειαζόταν όπως ο άνηθος, ο δυόσμος, ο μαϊντανός και το φρέσκο κρεμμύδι και την είδε να προσθέτει στη γέμιση μπόλικο κύμινο και πιπέρι, ολάκερη η αυλή είχε πλημμυρίσει πλούσια αρώματα. Ακόμα κι ίδια αναρωτιόταν μήπως τελικά δεν είχε γευματίσει και πείναγε και γι αυτό το λόγο της φαίνονταν τόσο έντονα και λαχταριστά όλα. Αλλά είχε σίγουρα απολαύσει το κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες. Και αυτό το διαπίστωνε κανείς κοιτώντας την φουσκωμένη κοιλιά της. Χαμογέλασε μιας και θυμήθηκε τους απολαυστικούς διαλόγους μεταξύ των μελών της συγκεκριμένης οικογένειας και πόσο αυθόρμητα είχε μεταφερθεί στην αυλή μαζί τους για ένα καφέ που θα βοηθούσε στη χώνεψη όπως της είχαν πει. Δεν υπήρχε για εκείνη περίπτωση να αρνηθεί. Εκείνη η οικογένεια της είχε ανοίξει απλόχερα εκτός από το σπίτι της και την καρδιά της. Και έτσι απλά είχε βρεθεί καθισμένη στην δροσερή αυλή κάτω από το σκιανό ενός αναρριχόμενου αμπελιού να πίνει ζεστό ελληνικό καφέ και να βοηθάει την Καλλιόπη να ανοίγει διάφορα ζαρζαβατικά για να ετοιμάσει ένα ταψί γεμιστά, όπως είχε δηλώσει. Παραδίπλα της καθόταν η Ροδάνθη, χαμένη στο κόσμο του βιβλίου που κράταγε στα χέρια της ενώ ο Άκης βρισκόταν χαμένος στο κυβερνοχώρο με τόσο το κινητό του να έχει πάρει φωτιά όσο και τα δάχτυλα του που πληκτρολογούσαν με μανία ακατάπαυστα.

YOU ARE READING
ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗ
RomanceΈνα παράπονο που έγινε ευχή. Ένα παιχνίδι και ένα στοίχημα. Πέντε βόλοι, πέντε παιδιά. Όταν οι Θεοί ανακατεύονται με τους άνθρωπους και οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν Θεοί μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Νικητής στο παιχνίδι αυτό μονάχα η αγάπη. Πάμε...