~ 27~

459 102 52
                                    

Με γεμάτο και βαρύ το μυαλό με σκέψεις, ένα κλαδάκι γιασεμί περασμένο στα μαλλιά, δίχως να βιάζεται κατηφόρισε το σοκάκι προς το δωμάτιο της στην Αργυρώ.  Ο Σωτήρης ήταν απόλυτα κατατοπιστικός απέναντι της. Εκτός από το δρόμο που είχε επιλέξει να ακολουθήσει υπήρχε άλλος ένας, περισσότερο δύσβατος και κακοτράχαλος αλλά ο προορισμός και η κατάληξη του άξιζε κάθε δυσκολία που θα έβρισκε εμπρός της να αντιμετωπίσει. Μοναχά να έβρισκε το θάρρος να μεταπηδήσει σε αυτό. Ο Σωτήρης της είχε τείνει το χέρι του ως βοήθεια. Δεν θα την άφηνε να πέσει της είχε υποσχεθεί. Θα την βοηθούσε. Θα μπορούσε να κάνει όμως εκείνη το άλμα; Γιατί επρόκειτο ξεκάθαρα για άλμα και όχι για ένα απλό  βήμα.  Με το αδεσποτάκι να μπερδεύεται ανάμεσα στα πόδια της σταμάτησε το βηματισμό της και κοίταξε προς την κατεύθυνση του σπιτικού του Ιωσήφ. Φαινόταν από μακριά οι σκαλωσιές που είχαν στηθεί σημάδι ότι η ανακαίνιση είχε ξεκινήσει. Μια ανακαίνιση την οποία είχε μελετήσει  βήμα βήμα και είχε προτείνει μέχρι και αλλαγές στο αρχικό σχέδιο του μηχανικού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε μέσα της όσο μπόρεσε πριν την απελευθερώσει ξανά. Το είχε αγαπήσει αυτό το σπιτάκι. Και τους συγκατοίκους του. Ίσως είχε περάσει τις πιο ξέγνοιαστες μέρες της ζωής της εκεί μέσα. Πως τα είχε φέρει η μοίρα όμως και κανένας να μην μένει πλέον εκεί...Θα ήθελε να είναι παρόν όταν θα ολοκληρωνόντουσαν οι εργασίες, όχι για να δει το αποτέλεσμα μιας και αυτό το γνώριζε αλλά για να δει τα μάτια του Ιωσήφ να λάμπουν από ευτυχία. Αναστέναξε και συνέχισε να περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι. Έπρεπε να μείνει μόνη της να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις της. 

Πριν αντιληφθεί τι συμβαίνει ένοιωσε το κορμί της να αναστατώνεται. Η διαίσθηση της είχε ήδη σημάνει συναγερμό πριν δει τον άντρα που πρωταγωνιστούσε στις σκέψεις και στα όνειρα της να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της.  Σταματήσαν να περπατάνε ταυτόχρονα ενώ η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε αυτόματα. Η Ελβίνα συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει το δρόμο που περνούσε από του πάτερ Μηνά το σπίτι. Είτε τυχαία είτε υποσυνείδητα είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση. 

Ο Ιωσήφ φαινόταν απίστευτα καταβεβλημένος και κουρασμένος. Τα μάτια του είχαν σκιές και το αχνό χαμόγελο του δεν έφτασε στις άκρες των χειλιών του. Έδειχνε τόσο θλιμμένος που η καρδιά της σφίχτηκε. Και αυτό που είχε αναφέρει ο κυρ Μανώλης με το ποτό και το επαναλαμβανόμενο μεθύσι του...Δεν του άξιζε του Ιωσήφ τέτοιο κατάντημα.

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now