~ 28~

467 103 45
                                    



Σκοτάδι. Κι όμως εκείνος ήταν εκεί. Ήταν απόλυτα σίγουρη. Δεν μπορούσε να τον δει, να τον διακρίνει στο σκοτάδι που κυριαρχούσε αλλά διαισθανόταν την παρουσία του. Στο απόλυτο μαύρο κατοικούσε όπως ήταν και η ψυχή του. Μαύρη . Η καρδιά της σφίχτηκε. Ένας μηχανικός ήχος ακούστηκε τρυπώντας της το κρανίο. Επαναλαμβανόμενα. Ασταμάτητα. Εκνευριστικά. Στο τέλος επώδυνα. Ήθελε να τρέξει μακριά του. Ήθελε να αρπάξει την μητέρα της και να τρέξουν μακριά του. Γρήγορα. Ασταμάτητα. Ατελείωτα. Ένοιωσε τον ιδρώτα να σχηματίζεται στο μέτωπο της. Την καρδιά της να χτυπάει φρενιασμένα. Σαν τον ήχο που της τρύπαγε τα αυτιά και πόναγε κάθε πόρο του κορμιού της. Δεν μπορούσε να τρέξει. Δεν μπορούσε να την σώσει. Εκείνος ερχόταν πάλι. Πόναγε. Μακάρι να έσβηνε ο πόνος. Ας έσβηνε και εκείνη αν αυτό χρειαζόταν να πάψει να πονάει. Ο ήχος έσβησε μόλις το σκοτάδι κυριάρχησε. Ο πόνος όμως όχι.

*

Εκείνος κρύφτηκε στο σκοτάδι. Ξαφνικά κάτι  τον είχε τρομάξει . Κάποιος. Ένας ήχος διαφορετικός. Μια φωνή ξένη. Κρύφτηκε στα σκοτάδια του και αυτό της έφτανε προσωρινά. 

«Άνω κάτω έχουν γίνει όλοι και όλα με αυτό που μας έτυχε και εκεί που πίστευα ότι θα έβρισκα λίγη χαρά στο αστακουδάκι μας και εκείνο παράτησε στα κρύα του λουτρού τον Σωτηράκη μας και έφυγε για την πατρίδα της. Και ο βλάκας ο γιός μου δεν έτρεξε ξοπίσω της! Άντρας είναι αυτός μωρέ;! Αντί να φωνάξει, να διεκδικήσει, να τρέξει να την αρπάξει από τα μαλλιά και να την σύρει πίσω;! Και μετά μου λέτε εξέλιξη και πρόοδος... Να την χέσω τέτοια εξέλιξη! Καλύτεροι ήταν οι άντρες των σπηλαίων από αυτούς τους γιαλαντζί που κυκλοφορούν! Πάνω που τα είχαν βρει...γιατί τα είχαν βρει οι δύο τους! Τους είχα τσακώσει ένα απόγευμα να φιλιούνται εκεί στον κήπο, στο παγκάκι πίσω από τις τριανταφυλλιές. Παραλίγο να άρπαζε φωτιά ο κήπος μας από τα φιλιά τους μέχρι που με τσάκωσε η κυρά Καλλιόπη και με έσυρε μέσα. Μα και αυτή στις πιο ακατάλληλες στιγμές εμφανίζεται! Βέβαια μετά από λίγο είδα το Σώτο μου να μπαίνει στο σπίτι με την παλάμη και τα δάχτυλα της αποτυπωμένα στο μάγουλο του. Βαρύ χέρι έχει το αστακουδάκι τελικά. Μισή μερίδα άνθρωπος. Δεν της το είχα να σου πω την αλήθεια.»

Ο μηχανικός ήχος επικράτησε. Για ελάχιστα χάθηκε η φωνή του. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν αλλά το ηχόχρωμα του ήταν ζεστό, αληθινό, γνήσιο. Της άρεσε.

«Αλλά έπρεπε και εσύ να ήσουν εδώ μαζί μας και όχι εδώ στο νοσοκομείο. Τι στο καλό γύρευες στην άκρη του κήπου ήθελα να ξερα. Μα και να υποχωρήσει το χώμα; Εμ τόσο φορτίο που είχε εκείνο το σημείο ήταν αναμενόμενο αφού ήταν κούφιο το υπέδαφος. Ποιος να το ήξερε ότι έκρυβε τέτοιο πράγμα από κάτω...Μα και εσύ επίτηδες τα έπιασες και τα μετέφερες όλα και τα στοίβαξες μοναχή σου; Γιατί έκανες του κεφαλιού σου ενώ σου είχα πει ότι την επόμενη θα τα μαζεύαμε εμείς. Ξεροκέφαλη είσαι κόρη μου ώρες ώρες. Και ξάνοιξε δα κατάσταση σαν φασκιωμένη μούμια έγινες. Με άφηκες και μονάχο μου να γκρινιάζω όλη την ώρα και να γίνομαι κουραστικός. Ούτε τα παιδιά μου δεν μ' αντέχουν. Ξάνοιξε* να γίνεις καλά ογλήγορα* να επιστρέψεις σε εμάς. Δικό μας παιδί σε θεωρούμε πιά με την Καλλιόπη. Στο γιατρό για να μ' αφήκει να σε δω είπα ότι είμαι σαν πατέρας σου. Μα σαν τέτοιο με νοιώθω, σαν πατέρα σου  και ήθελα να  ...»

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now