~16~

496 97 29
                                    

Της είχε προτείνει να έρθει την πάρει και να την συνοδεύσει σαν σωστός κύριος αλλά εκείνη είχε αρνηθεί. Προτιμούσε να πάει μόνη της. Έτσι κάπως είχε την ψευδαίσθηση ότι κατείχε τον έλεγχο. Ότι όποια στιγμή μετάνιωνε θα μπορούσε να κάνει μεταβολή και να επιστρέψει πίσω. Και είχε μετανιώσει αρκετές φορές αυτό το απόγευμα. Και ακόμα περισσότερες από την στιγμή που ξεκίνησε να περπατάει ακολουθώντας νοερά τις οδηγίες που της είχε δώσει ο Ιωσήφ. Όχι ότι μπόρεσε να δουλέψει εκείνο το απόγευμα. Δεν είχε απομείνει καθαρό μυαλό και είχε περάσει την ώρα της να αρχειοθετεί φωτογραφίες. Αυτό ήταν το μόνο που ήταν ικανή να κάνει μιας και το μυαλό της είχε αποφασίσει να παίξει τραμπάλα με τις σκέψεις της. Μια υπέρ μια κατά. Την στιγμή που συμφωνούσε την αμέσως επόμενη διαφωνούσε. Ναι, καταπατούσε τους όρκους της να μην δεθεί με το μέρος και με τους ανθρώπους. Ότι θα έκανε στεγνά αυτό που της είχε ανατεθεί και θα έφευγε. Τι δουλειά είχε τώρα να βοηθάει τον Ιωσήφ;  Ναι, ήταν ο εργοδότης της. Αλλά εκείνη πληρωνόταν να φέρει εις πέρας άλλο έργο. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε δεχθεί να τον βοηθήσει σε αυτό το νέο εγχείρημα του. Τι δουλειά είχε εκείνη να αναλάβει να οργανώσει το χάος του μυαλού του όταν καλά καλά δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη το δικό της; Τι γύρευε να καταπιαστεί με τον παραδοσιακό ξενώνα αλλά και να διοργανώσει τις υπόλοιπες εργασίες που τρέχανε και χρηματοδοτούσε ο Ιωσήφ αλλά δεν θα ζήταγε την παραμικρή απολαβή; Είχε χάσει το μυαλό της; Που είναι η υπόσχεση της ότι όχι μόνο θα έμενε μακριά από άντρες σε αυτή την ανάθεση έργου αλλά δεν θα ασχολούταν με το παραμικρό πέρα των αρμοδιοτήτων της; Ξεφύσησε άλλη μια φορά μετανιωμένη που είχε βρεθεί σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση και γύρισε το σώμα της με σκοπό να επιστρέψει στο ξενώνα της Αργυρώς για να αντικρίσει τον ίδιο να την ακολουθεί αθόρυβα μες στα σκοτάδια. Τινάχτηκε έντρομη και έφερε το χέρι της στο στόμα.

«Δεν ήθελα να σε τρομάξω.» βιάστηκε να πει ο Ιωσήφ με την Ελβίνα με δυσκολία να τον ακούει μιας και οι χτύποι της καρδιάς της υπερτερούσαν σε ένταση από ότι τα λόγια του.

«Τι άλλο περίμενες να συμβεί δηλαδή έτσι που εμφανίστηκες μες στα σκοτάδια;» του απάντησε με το γνωστό συναίσθημα του εκνευρισμού να πλημμυρίζει το σώμα της κάνοντας την να σφιχτεί απέναντι του αμυντικά.

«Να μην με αντιλαμβανόσουν. Μια χαρά , τόση ώρα, σε απολάμβανα να μουρμουρίζεις, να ξεφυσάς και να βρίζεις αν κρίνω φυσικά από την χροιά της φωνής σου. Σε ποια γλώσσα μίλαγες; Δεν κατάλαβα τίποτα εκτός από το ύφος σου. Τι σε απασχολεί;»

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now