20

522 100 30
                                    


Πέρασε το πινέλο πάνω από την τοιχογραφία. Τις πρώτες μέρες είχε αφοσιωθεί στην εκτεταμένη ανάλυση των χρωστικών και του γύψινου υποστρώματος στο τοίχο. Τώρα έπρεπε να καθαρίσει συσσωρευμένη σκόνη δεκαετιών και να σταθεροποιήσει μικρές νιφάδες χρώματος όπου αυτό ήταν αναγκαίο. Ήταν μια εργασία αργή, μεθοδική και έπρεπε να ήταν πολύ συγκεντρωμένη σε αυτή. Αλλά με τι μυαλό να την κάνει όταν η απόφαση που είχε πάρει όσον αφορά τον Ιωσήφ είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό της; Δεν είχε βρει την ευκαιρία να τον βρει και να μιλήσουνε μιας και είχε καθίσει ως αργά το μεσημέρι με την οικογένεια Δρακάκη και το απόγευμα ο κυρ Μανώλης με τον Σωτήρη την είχαν πάρει με το αυτοκίνητο και την είχαν πάει ως τα κτήματα τους. Εκείνοι να επιθεωρήσουν το αρδευτικό σύστημα και εκείνη να απολαύσει μια απίστευτη διαδρομή και μία εξίσου πανέμορφη θέα μιας και τα κτήματα τους ήταν σε σχετικά ψηλό υψόμετρο. Στον γυρισμό την είχαν αφήσει απέξω από της Αργυρώς και έτσι η όποια ελπίδα να συναντήσει τον Ιωσήφ είχε χαθεί.  Τίναξε το κεφάλι της να διώξει την σκέψη του που πάλι είχε τρυπώσει σε αυτό με απίστευτη ευκολία και στερέωσε το φακό που φορούσε στο κεφάλι της μιας και μετακινήθηκε όπως ήταν αναμενόμενο. Εστίασε το μεγεθυντικό φακό που κράταγε στο ένα χέρι μιας και είχε μόλις εντοπίσει μια μικρή καφετιά κηλίδα, πιθανότατα μικροβιακή, κάποιο είδος μούχλας ή μύκητα και ξεφύσησε. Αν είχε γίνει η ανάλογη δουλειά μερικά χρόνια πριν, πιθανόν να είχε αποφευχθεί αυτή η μόλυνση. Που πλέον είχε δεθεί με την παλαιά χρωστική και δεν μπορούσε να αφαιρεθεί. Δάγκωσε τα χείλη της προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα μπορούσε να κάνει από τις πιθανές λύσεις που είχε όταν αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνη της. Γύρισε το βλέμμα της και ταυτόχρονα έφερνε το χέρι στο φακό κεφαλής να τον κλείσει.

Ένας ρασοφόρος στέκονταν στην είσοδο και την κοίταγε χαμογελαστός κρατώντας το ιερατικό του καπέλο στα χέρια.

«Καλώς όρισες κόρη μου στο τόπο μας. Είμαι ο παπά Μηνάς. Ο εφημέριος του χωριού. Δεν ήρθα να σε υποδεχτώ μιας και βρισκόμουν εκτός του νομού για εργασίες της Μητρόπολης μας και ήρθα μόλις χτες. Έχεις λίγο χρόνο να μου διαθέσεις;»

Η Ελβίνα ανασηκώθηκε έτσι γονατισμένη που βρίσκονταν στην κολώνα της δεξιάς πύλης και του χαμογέλασε. «Φυσικά.» Πώς θα μπορούσε να αρνηθεί όταν της έχει ζητηθεί τόσο ευγενικά, αναρωτήθηκε και ένοιωσε να φλογίζεται το πρόσωπο της όταν σκέφτηκε ότι μάλλον ο συγκεκριμένος παπάς ήταν αυτός που τους είχε διακόψει το χθεσινό πρωί. Η θεία παρέμβαση πριν το κύλισμα στην άβυσσο της ακολασίας, σκέφτηκε καυστικά και προσπαθώντας να κρύψει το μειδίαμα της, τον ακολούθησε έξω στον μικρό προαύλιο χώρο.

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now