19

537 98 27
                                    

Έλουζε τα μαλλιά της κοντεύοντας να γδάρει το κρανίο της λες και έφταιγε αυτό για ότι είχε συμβεί και τώρα είχε βρεθεί σε εκείνη την δύσκολη θέση. Αν και το εσωτερικό του κρανίου της κάποιο μερίδιο πρέπει να το είχε και του άξιζε να τιμωρηθεί. Στο τέλος τέλος εκείνο ήταν που δεν κατάφερε να διατάξει το σώμα της χτες το βράδυ να σταματήσει να πίνει ατελείωτα και να μπεκρουλιάζει. Ναι, είχε ως δέλεαρ την αφήγηση του Ιωσήφ που ήταν άκρως σαγηνευτική και την παρέσυρε και εκείνος ένας ικανότατος αφηγητής που την γοήτευσε με την συζήτηση και τις έξυπνες ατάκες του αλλά και εκείνο στάθηκε πολύ λίγο απέναντι του. Περίμενε περισσότερα από το μυαλό της.  

Και σίγουρα αυτό ευθυνόταν συνέχιζε να είναι ανεπαρκής μιας και την χθεσινή νύχτα ακόμα δεν την είχε κατατάξει σε κατηγορία. Στις αλησμόνητες αναμνήσεις ή σε ότι δεν ήθελε να θυμάται να την έβαζε;  Εδω δεν θυμόταν καλά καλά τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε ξυπνήσει στην αγκαλιά του...ότι είχαν κοιμηθεί μαζί. Και ολο αυτό την γέμιζε μια απίστευτη ζεστασιά. Μετά εκείνη είχε φύγει. Ένα κουρέλι σωματικά και πνευματικά είχε τρέξει στην ασφάλεια του δωματίου της. Απομονώθηκε εκεί και προσπάθησε να ηρεμήσει το κορμί της πρώτα και έπειτα το μυαλό της. Ήπιε καφέ για αρχή. Και μετά δεύτερο καφέ. Ο πονοκέφαλος επέμενε. Προσπάθησε έπειτα να σκεφτεί αλλά όλες οι σκέψεις της συγκρούονταν. 

Να αφεθεί να το ζήσει και όσο κρατήσει με κίνδυνο να φύγει λαβωμένη ή να ταμπουρωθεί πίσω από το τείχος της όσο καλύτερα γινόταν;

Να αφήσει το κορμί της ελεύθερο και να φυλακίσει το μυαλό της ή το αντίθετο;

Βγαίνοντας από το μπάνιο προχώρησε προς το παράθυρο ζητώντας απεγνωσμένα μια φρέσκια ανάσα. Στάθηκε εκεί με την πετσέτα γύρω από το σώμα της ακόμα και το νερό να στάζει γύρω από τα πέλματα της. Πάντα ξένη. Πάντα μια αποσκευή να κρέμεται από το χέρι της. Τα πάντα της ένας δρόμος. Άφησε το χέρι της να πέσει άψυχο στο πλάι του κορμιού της και τα δάχτυλα της διστακτικά στην αρχή πιο μεθοδικά αργότερα άρχισαν να σέρνονται στην ουλή της. Όταν έφταναν στο τέρμα της, στο υγιής δέρμα σταμάταγαν και αρχίσαν ξανά προς την αντίθετη κατέυθυνση. Πώς μπορούσε να ξεχάσει; 

Δεν υπήρχαν μαγικά ξόρκια που λέγοντας τα θα μπορούσε να ξορκίσει τους δαίμονες της. Με ένα αναστεναγμό και καμία κατάληξη στις σκέψεις της γύρισε το σώμα της και αφού σκουπίστηκε πρόχειρα, φόρεσε ένα αέρινο φόρεμα μακρύ ως τους αστραγάλους της και με μαλλιά νοτισμένα ακόμα βγήκε από την κρυψώνα της να περιπλανηθεί τριγύρω. Δεν θα πήγαινε για δουλειά. Δεν μπορούσε όσο το κεφάλι της πόναγε τόσο. Δικαιούταν μια μέρα ξεκούρασης. Δεν ήθελε να θυμάται ότι το αφεντικό της είχε συμφωνήσει σε αυτό.

ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗWhere stories live. Discover now