«Μήπως έχετε υπερβολικά πολλά κοκόρια στο χωριό κυρία Αργυρώ;» ρώτησε η Ελβίνα εισβάλοντας στη μικρή κουζινούλα της σπιτονοικοκυράς της ακολουθώντας τις θεσπέσιες μυρωδιές που έφταναν στη μύτη της το τελευταίο μισάωρο. Τι και αν η ώρα δεν είχε πάει ακόμα οκτώ, αυτή είχε ξυπνήσει αχάραγα, πριν χαράξει ακόμα η μέρα από τις κραυγές και τα σκουξίματα των κοκοριών που σίγουρα συναγωνιζόντουσαν για το ποιο θα ακουστεί μακρύτερα.
«Σε ξύπνησαν καμάρι μου ε; Συμπάθα τα και αυτά τα ζωντανά του Θεού αυτήν την δουλειά ανάλαβαν από Τον Πλάστη μας .Να μας ξυπνάνε νωρίς με το λάλημα τους για να προλάβουμε την μέρα.»
«Και που θα ήταν το κακό αν άρχιζαν να ξεφωνίζουν μετά τις οκτώ; Πάλι θα προλαβαίναμε την μέρα και θα είχαμε κοιμηθεί και σαν άνθρωποι.» γκρίνιαξε η κοπέλα ενώ καλοδεχόταν ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ.
«Δεν ξεκουράστηκες μάτια μου; Να πω του Αντώνη ότι δεν θα πας σήμερα στη δουλειά και να φύγει; Έχει έρθει να σε οδηγήσει στο ναό Του Αρχαγγέλου. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα πρώτη μέρα να καθίσεις να ξεκουραστείς καλά καλά και ξεκινάς από αύριο. Ευκαιρία να μείνουμε τα δύο μας να τα πούμε. Είχα την κόρη μου και είχα μια παρέα αλλά τώρα μήνες έχω να την δω που είναι φοιτήτρια και μοναχά στο τηλέφωνο μιλάμε. Αλήθεια να μου πεις και εμένα πως γίνεται και μιλάς τόσο καλά την γλώσσα μας ενώ έρχεσαι από έξω. Έλληνες πρέπει να είναι οι γονείς δεν γελιέμαι εγώ. Τα χρώματα σου είναι ελληνικά. » σχολίασε συλλογισμένη η γυναίκα επιθεωρώντας το πρόσωπο της προσεχτικά και η Ελβίνα βιάστηκε να σηκωθεί όρθια. Όσο γρηγορότερα θα έπιανε δουλειά τόσο συντομότερα θα τέλειωνε και θα έφευγε από αυτό το μέρος. Θα έφευγε μακριά από ανθρώπους που σκάλιζαν το παρελθόν της. Ίσως τελικά να ήταν λάθος που είχε επιλέξει να μιλήσει την μητρική της γλώσσα. Πετάχτηκε από τη θέση της αρνούμενη να φάει κάτι από τα εδέσματα που της είχε η γυναίκα ετοιμάσει και την παρακάλεσε να μην μπει ξανά σε κόπο μιας και όπως την ενημέρωσε έπινε μόνο καφέ για πρωινό. Αρνήθηκε να σταματήσει το μεσημέρι για κολατσιό και είπε στην έκπληκτη γυναίκα να της γεμίσει ένα μικρό θερμό με καφέ και μονάχα το βράδυ επιθυμούσε φαγητό και σηκώθηκε να ακολουθήσει τον Αντώνη, ένα μεσήλικα που είχε εντολή να την οδηγήσει στο ναό. Πιθανότατα τον χθεσινό απεργό- οδηγό. Αλλά δεν ρώτησε. Άχρηστες πληροφορίες. Υπερβολικά άχρηστες πληροφορίες. Τον ακολούθησε με τα πόδια με τις τσάντες με τα πράγματα της στους ώμους της και στα χέρια της αρνούμενη να του δώσει κάτι από αυτά και μακάρισε την τύχη της που της δινόταν η ευκαιρία να περπατήσει.
YOU ARE READING
ΑΛΕΚΑΤΡΙΔΕΣ / Η ΑΡΧΗ
RomanceΈνα παράπονο που έγινε ευχή. Ένα παιχνίδι και ένα στοίχημα. Πέντε βόλοι, πέντε παιδιά. Όταν οι Θεοί ανακατεύονται με τους άνθρωπους και οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν Θεοί μπορούν να γεννηθούν θαύματα. Νικητής στο παιχνίδι αυτό μονάχα η αγάπη. Πάμε...