Κεφάλαιο 2

1K 97 3
                                    

Η Gloria είδε το φεγγάρι ψηλά στον σκοτεινό ουρανό. Ήταν ήδη πολύ αργά για να επιστρέψει στο σπίτι της. Από στιγμή σε στιγμή όλα θα είχαν αλλάξει πάνω της. Το κεφάλι της, το σώμα της. Μόνο τα μάτια θα έμεναν ίδια, αυτά τα γκριζοπράσινα μάτια με τα οποία ξεχωρίζει από τους άλλους λυκάνθρωπους. Έπρεπε να πάει κατευθείαν στο δάσος έτσι ώστε να μην την δει κανείς. Ως λυκάνθρωπος ήταν πιο γρήγορη από τους απλούς ανθρώπους έτσι έφτασε πολύ γρήγορα. Και τότε άρχισε. Κοίταξε τον ουρανό. Πανσέληνος. Ένιωθε μια δύναμη να την κυριεύει σε όλο της το σώμα. Κοίταξε τα χέρια της. Τα νύχια της μεγάλωναν. Ένιωσε τα δόντια της να γίνονται πιο μυτερά, πιο κοφτερά. Και τότε ξέχασε τα πάντα. Ήταν πια λύκος!

Δεν ήξερα πια τι συνέβαινε, είχε ξεχάσει πια τα πάντα που περιέκλυζαν την ανθρώπινη ζωή της. Γι' αυτήν ως λύκος, το μόνο που την ένοιαζε πια ήταν να προστατευτεί από τα τέρατα της νύχτας. Έτρεξε μέσα στο δάσος. Καθώς έτρεχε συνάντησε μια αγέλη με περίπου δεκαπέντε λύκους. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο αδερφός της χωρίς όμως αυτή να το ξέρει γι' αυτό και τον αγνόησε. Συνέχιζε να τρέχει. Κάποια στιγμή σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί και να πιεί λίγο νερό στην λίμνη. Ενώ ξεκουραζόταν άκουσε έναν ήχο, σαν μια τρομαχτική χορωδία. Σηκώθηκε τρομαγμένη αφού κατάλαβε ότι πλησίαζε ένα dalavertant. Άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση με σκοπό να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Και τότε το είδε.

Προσπάθησε να απομακρυνθεί χωρίς να κάνει θόρυβο αλλά το dalavertant γύρισε το βλέμμα του προς αυτήν. Την κυνήγησε προφτάνοντας την. Η Gloria ήξερε πως δεν είχε νόημα να συνεχίσει να τρέχει. Ότι και να έκανε θα την έφτανε, και θα την σκότωνε. Έπρεπε να πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις άμα ήθελε να ζήσει, κάτι όμως που στην περίπτωσή της ήταν απίθανο. Ήταν έτοιμη. Το dalavertant την έριξε κάτω χτυπώντας της το μπροστινό της πόδι. Από την πληγή έτρεξε αίμα το αίμα το οποίο επιτρέπει στα scrafis και τα dalavertant να ζήσουν. Δεν ήταν κόκκινο όπως όλων των ανθρώπων. Ήταν ασημί. Ασημί όπως τα κοσμήματα που φοράνε οι γυναίκες της εποχής. Κοίταξε το dalavertant που παρατηρούσε το αίμα να κατρακυλάει σαν ρυάκι στο χώμα. Κατάλαβε πως θα έκανε τα πάντα για να πάρει το ασήμι αίμα.

Έτρεξε κατά πάνω του με αποτέλεσμα να το δαγκώσει και αυτό να απομακρυνθεί. Τότε το dalavertant έκανε μια ακόμη επίθεση και την χτύπησε στο μάγουλο πέφτοντας και κατρακυλώντας χαμηλότερα. Κρύφτηκε σε ένα δέντρο. Ήξερε πως δεν μπορούσε να το μάχεται άλλο. Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να παραμείνει εκεί μέχρι να ξημερώσει και να ελπίζει να μην την βρει. Έκλεισε τα μάτια της.

Γεννημένη Λυκάνθρωπος- Στη συντροφιά των λύκων (Βιβλίο 1)Where stories live. Discover now