Κεφάλαιο 9

581 63 4
                                    

Η επόμενη μέρα, μέχρι το μεσημέρι, κύλησε σχετικά ήρεμα. Η Jill πήγε σπίτι της να πάρει τα πράγματα της, η Gloria πήγε να ψωνίσει κάποια τρόφιμα και τα δύο αγόρια μελετούσαν τους χάρτες και τα βιβλία που είχαν πάρει από το υπόγειο για να βρουν ποιο ήταν το πρώτο μέρος που έπρεπε να ψάξουν για να βρουν το κάστρο. Το σχολείο είχε τελειώσει για τις καλοκαιρινές τους διακοπές και αυτό τους βόλευε γιατί δεν χάνανε μαθήματα. Η Jill στο δρόμο για το σπίτι έλαβε ένα μήνυμα που έλεγε.

'Έκανες την επιλογή να τους εμπιστευτείς. Για να δούμε θα μπορέσετε έτσι να τους σώσετε; Black Snake'

Κάτω από το μήνυμα υπήρχε μια φωτογραφία με τους γονείς της, τους γονείς του Evan και την μητέρα του Max δεμένους και με κλειστά μάτια σε ένα υπόγειο. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια της βούρκωσαν και ένα δάκρυ ξέφυγε από το μάτι της και κατρακύλησε στο μάγουλό της καταλήγοντας στο πάτωμα βλέποντας τους γονείς της δεμένους και ταλαιπωρημένους μην ξέροντας που βρίσκονται.

Η φωτογραφία, όπως και το μήνυμα, την τάραξε τόσο πολύ που έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι. Εκεί πέταξε την τσάντα με τα πράγματά της στο πάτωμα και έτρεξε στην σοφίτα, όπου την φιλοξενούσαν χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν και άρχισε να κλαίει. Ο Max ανέβηκε πάνω και ξάπλωσε μαζί της στο κρεβάτι.

«Jill, τι συμβαίνει; Γιατί κλαις;» την ρώτησε

Αυτή χωρίς να του απαντήσει του έδειξε το κινητό της, το οποίο είχε ακόμη στην αρχική οθόνη το μήνυμα, και γύρισε από την άλλη. Ο Max μόλις το διάβασε την φίλησε στο μάγουλο και την άφησε να ξεκουραστεί, λέγοντας της νοητικά 'Όνειρα γλυκά' και κατέβηκε στο σαλόνι να εξηγήσει στους υπόλοιπους τι είχε συμβεί.

«Μπορώ να βρω από πιο μέρος στάλθηκε αυτό το μήνυμα αλλά θα μου πάρει πολλή ώρα.» είπε ο Evan

«Δεν πειράζει απλώς κάντο» του είπε η Gloria εξίσου ταραγμένη.

Τις επόμενες δύο ώρες είχαν απορροφηθεί στο να ψάχνουν την προέλευση του μηνύματος. Ο Max και η Gloria παρατηρούσαν τον Evan δίχως να ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Κάποια στιγμή η Jill κατέβηκε τα σκαλιά της σοφίτας αργά αργά με τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα, τα μαλλιά της κάτω αχτένιστα και τα χέρια της να τρέμουν. Ο Max την βοήθησε να καθίσει στον καναπέ και της έδωσε ένα ποτήρι με νερό.

«Γιατί να συμβαίνει αυτό; Τι του έκαναν και τους ταλαιπωρεί έτσι; Γιατί δεν μπορώ εγώ να είμαι σαν τα άλλα παιδιά; Τι τρέχει με εμένα;;» είπε η Jill και ξέσπασε σε κλάματα.

Γεννημένη Λυκάνθρωπος- Στη συντροφιά των λύκων (Βιβλίο 1)Where stories live. Discover now