Κεφάλαιο 29

299 48 8
                                    

Max:

Σήμερα, δεν είναι μια απλή Πέμπτη. Είναι έξι μήνες μετά... Έξι μήνες μετά από το θάνατο του πατέρα μου. Έξι μήνες μετά από την ολική διάλυση της οικογένειας μου.

Είπα ψέματα στην Gloria ότι θα συναντιόμουν με τον Andy, ένα παιδί από το σχολείο για να κάνουμε μια εργασία. Δεν μπορούσα να της πω την αλήθεια. Και ούτε μετά από αυτό θα μπορώ. Πρέπει να φανώ δυνατός. Γι' αυτήν και για την Jill.

Σήμερα 23 Νοεμβρίου, χιονίζει για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια. Το τοπίο είναι πολύ όμορφο, σαν ζωγραφιά, κάνει όμως και πολύ κρύο. Συνήθως, είμαι συνηθισμένος στο κρύο του χειμώνα –μιας που τριγυρνάω στο δάσος- αλλά τότε έχω την γούνα μου, που με ζεσταίνει. Τα ανθρώπινα ρούχα, είναι πολύ λεπτά, μόνο για να καλύπτει τη γύμνια.

Προχωρώ πάνω στο χιόνι που έχει καλύψει τον δρόμο, και μπαίνω στο νεκροταφείο. Δε φαίνεται κανείς. Στρίβω δεξιά και μπαίνω σε μια μικρή αυλή, η οποία περιέχει είκοσι μνήματα καλυμμένα επίσης με χιόνι. Πλησιάζω ένα από αυτά και γονατίζω. Ένα δάκρυ μου ξεφεύγει καθώς αντικρίζω τη φωτογραφία του μπαμπά μου. Αφήνω τα φρέσκα τριαντάφυλλα –τα αγαπημένα του- και παίρνω τα παλιά, τα μαραμένα.

Ακούω βήματα από πίσω μου. Γυρνάω τρομαγμένος το κεφάλι μου έτοιμος να επιτεθώ. Είναι ο φύλακας μου φτυάριζε το χιόνι. Μου λέει ένα ξερό συγγνώμη και συνεχίζει αμέριμνος τη δουλειά του.

Γυρνάω πάλι το κεφάλι μου μπροστά.

«Μου λείπεις πολύ» ψιθυρίζω στην φωτογραφία. Κι άλλα βήματα. Δεν δίνω σημασία.

«Γεια σου Max.» ακούω μια γυναικεία φωνή να μου λέει. Είναι βραχνιασμένη. Κοιτάω πίσω τρομαγμένος. Η Annabeth! Σηκώνομαι όρθιος και την κοιτάω στα μάτια. Μια ουλή διαπερνάει το δεξί της μάτι.

«Τι θες εσύ εδώ;» τη ρωτάω. Αυτή δεν μου απαντάει, απλώς κοιτάει τα σύννεφα στον ουρανό.

«Καιρό έχει να χιονίσει. Θυμάμαι όταν ήσασταν μικρά, το λατρεύατε το χιόνι»

«Σε ρώτησα κάτι» Με κοιτάει.

«Ήρθα να συλλυπηθώ. Έξι μήνες πέρασαν. Άνδρας μου είναι, να μην έρθω;»

«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να είσαι εδώ. Φύγε» της λέω ήρεμα αλλά από μέσα μου βράζω από το θυμό μου. «Και μην μας ξαναενοχλήσεις.»

Γελάει. «Δεν σκόπευα να το κάνω ποτέ αυτό» Αρχίζει να βαδίζει πάνω κάτω, κοιτώντας πότε τον ουρανό και πότε το πάτωμα. Αλλά ποτέ εμένα. «Βλέπεις Max, εκνευρίστηκα πάρα πολύ που το αρχικό μου σχέδιο δεν πέτυχε. Σκόπευα να σας κλέψω τις δυνάμεις, και μετά να σας σκοτώσω. Φυσικά, δεν θα το έκανα με ευχαρίστηση. Τι να κάνουμε; Η ζωή θέλει θυσίες...»

«Γιατί δεν θυσιάζεσαι εσύ να γλιτώσουμε εμείς; Μου φαίνεται ένα πολύ καλό σχέδιο.»

«Πολύ καλή ιδέα... αλλά είναι πιο εύκολο να σκοτώσω εγώ εσένα, παρά εσύ εμένα...» μου λέει και ορμάει πάνω μου.

Γεννημένη Λυκάνθρωπος- Στη συντροφιά των λύκων (Βιβλίο 1)Where stories live. Discover now