Κεφάλαιο 32

290 48 2
                                    

Gloria:

Ακούω τον ήχο του μηχανήματος πάνω από το κεφάλι μου. Νιώθω πολύ κουρασμένη, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. Κάποια στιγμή βρίσκω τη δύναμη να το κάνω. Λίγο λίγο, βλέπω μια φιγούρα δίπλα μου να κάθεται και να μου κρατάει το χέρι. Είναι ο Evan. Προσπαθώ να του μιλήσω, αλλά δεν βγαίνει φωνή. Μόλις με βλέπει φωνάζει την Jill, και αυτή έρχεται.

Κάθεται δίπλα μου, και μου χαμογελάει με τα μάτια δακρυσμένα. Και οι δύο είχαν μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Δεν πρέπει να κοιμήθηκαν όλο το βράδυ.

Ψάχνω απεγνωσμένα να βρω τους υπόλοιπους. Είναι καλά; Η Alison με τον Jackson κάθονται παράμερα, και αυτοί πολύ κουρασμένοι. Ρωτάω νοητικά την Jill τι συνέβη.

«Ξεκουράσου τώρα, και θα τα πούμε μετά.»

Κλείνω τα μάτια μου, και κοιμάμαι.

...................................................................................

Λίγα λεπτά αφότου ξυπνάω, έρχεται μια νοσοκόμα στο δωμάτιο για να μου δώσει παυσίπονο. Μου δείχνει το τατουάζ του λύκου.

«Ο λαιμός σου έχει ερεθιστεί από τα νύχια της Annabeth. Είναι πολύ βαθύ το κόψιμο και θα κάνεις μέρες να ξαναμιλήσεις. Αλλά θα πάρεις εξιτήριο αύριο.» Προσπαθώ να την ρωτήσω για τον Max, κάνω λίγο παντομίμα και με καταλαβαίνει. «Έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο, αλλά είναι πολύ άσχημα. Άμα δεν είχαμε την δυνατότητα να θεραπευόμαστε, θα είχε πεθάνει τώρα.» Φεύγει.

....................................................................................

Πήρα εξιτήριο. Μαζεύω τα πράγματά μου και βγαίνω έξω από το δωμάτιο. Νιώθω πολύ καλύτερα, μπορώ να ψιθυρίσω.

Έξω τους βλέπω όλους μαζεμένους να κάθονται και να πίνουν καφέ.

«Τι συνέβη;» ρωτάω χωρίς όμως να ακουστώ πολύ γιατί ακόμα με πονάει η πληγή μου.

«Αφότου λιποθύμησες» ξεκίνησε ο Evan «ήταν έτοιμη να σκοτώσει. Είχες τραυματιστεί σοβαρά, και εσύ και ο Max, και όλοι νομίσαμε ότι θα πεθαίνατε. Ότι όλοι θα πεθαίναμε. Χάναμε. Όμως ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκε η Maggie και μας έδωσε χρόνο να τη σκοτώσουμε. Δυστυχώς δεν τα κατάφεραν όλοι...»

Τον κοιτάω τρομαγμένη. «Η Maggie;» Νεύει. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο μου. Θυσιάστηκε για να με σώσει. Και εγώ δεν έκανα τίποτα για να την βοηθήσω.

«Πριν πεθάνει, μας είπε να σου πούμε κάτι» συνεχίζει. Τον κοιτάω με αγωνία. «Δεν είναι η Annabeth η μητέρα σου, Gloria. Η Maggie είναι. Με τον Max είστε ετεροθαλής αδέρφια.» Ένα ακόμη δάκρυ το οποίο δεν μπορώ να συγκρατήσω πέφτει στο πάτωμα.

Κάθομαι δίπλα στον Max και τον περιμένω να ξυπνήσει, να ανοίξει τα μάτια του. Ο γιατρός είπε πώς ξεπέρασε τον κίνδυνο με έναν θαυματουργό τρόπο –δεν είναι λυκάνθρωπος αυτός.

Είναι πολύ αδύναμος, με το ασημί αίμα κάθε τόσο να κυλάει από το κεφάλι του. Πώς θα του το πω; Θα με μισήσει που δεν βοήθησα να σώσουμε την Maggie. Φεύγω από τις σκέψεις που με περιτριγυρίζουν και βγαίνω από το δωμάτιο. Τι θα γίνει τώρα;

Γεννημένη Λυκάνθρωπος- Στη συντροφιά των λύκων (Βιβλίο 1)Where stories live. Discover now